Η εποχικότητα και οι συχνά αντίξοες συνθήκες εργασίας αποτελούν τα βασικά αντικίνητρα απασχόλησης στα ελληνικά ξενοδοχεία. Δεν είναι όμως τα μόνα: η επιδοματική πολιτική και η μαύρη εργασία σε συνδυασμό με τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στη νοοτροπία των εργαζομένων, ειδικά των νεότερων γενεών, συμβάλλουν επίσης στη δημιουργία μεγάλου ελλείμματος εργαζομένων στον τουρισμό.
Ζήτημα είναι βεβαίως και το επίπεδο των μισθών που καταβάλλονται. Το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο ώστε πριν από δύο εβδομάδες ψηφίστηκε ρύθμιση που επιτρέπει την εισαγωγή εργαζομένων από το εξωτερικό προκειμένου να καλυφθούν τα μεγάλα κενά που αναμένονται και φέτος. Και αυτό σε μια χώρα που η ανεργία παραμένει στα επίπεδα του 10%. Τώρα, νέα έρευνα δείχνει πως το μέγεθος του προβλήματος είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι αρχικά είχε εκτιμηθεί.
Δέκα είναι επιγραμματικά οι βασικές αιτίες του φαινομένου, σύμφωνα με τις έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί αλλά και τις μαρτυρίες ξενοδόχων και εργαζομένων:
• Δύσκολες συνθήκες εργασίας (χειρωνακτική ένταση).
• Ακατάλληλα καταλύματα διαμονής.
• Συχνές αλλεπάλληλες και βραδινές βάρδιες.
• Διπλά και τριπλά καθήκοντα, εποχικότητα (εξαντλητική εργασία τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και τουλάχιστον έξι μήνες με επίδομα ανεργίας).
• Επιδοματική πολιτική που κινητροδοτεί τη μαύρη εργασία.
• Μη ανταγωνιστικά πλέον επίπεδα αμοιβών, απουσία οργανωμένων επιχειρηματικών δομών σε μεγάλο αριθμό ξενοδοχείων χαμηλότερων κατηγοριών.
• Αλλαγές στη νοοτροπία των νεότερων σε ηλικία εργαζομένων.
• Απώλεια εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία της απασχόλησης στα ξενοδοχεία εξαιτίας της πανδημίας.
• Ανταγωνισμός από άλλους κλάδους όπως η οικοδομή και το λιανικό εμπόριο.
• Αύξηση της ζήτησης από το εξωτερικό για διακοπές στην Ελλάδα.
60.000 ελλείψεις
Σε εθνικό επίπεδο εκτιμάται ότι στην αιχμή της θερινής σεζόν του 2022 καταγράφηκαν 60.225 ελλείψεις θέσεων, από τις 262.981 θέσεις εργασίας που προβλέπονται βάσει οργανογράμματος στα ξενοδοχεία. Δηλαδή, το ποσοστό έλλειψης ανήλθε σε 23%, με αποτέλεσμα περισσότερες από 1 στις 5 θέσεις να παρέμεινε κενή. Το ποσοστό έλλειψης ήταν παρόμοιο σε σχεδόν όλα τα τμήματα και κυμαινόταν από 21% έως 24%.
Αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την επικαιροποιημένη μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) με θέμα: «Απασχόληση και ελλείψεις εργατικού δυναμικού στα ελληνικά ξενοδοχεία στην αιχμή της θερινής σεζόν 2022». Η μελέτη εκπονήθηκε με την αξιοποίηση πρωτογενούς έρευνας που διενήργησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) στα ξενοδοχεία-μέλη του ΞΕΕ.
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά δείχνει πως το φαινόμενο είναι πολύ πιο έντονο σε ξενοδοχεία χαμηλότερης κατηγορίας. Επίσης αποκαλύπτει πως μικρότερες ελλείψεις εμφανίζουν τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων και γεωγραφικά οι περιοχές της Αττικής και του Νότιου Αιγαίου. «Οσο πιο οργανωμένο είναι το εργασιακό περιβάλλον και όσο πιο ώριμη τουριστικά μια περιοχή, τόσο μικρότερες είναι οι ελλείψεις», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» ένας εκ των βασικών συντελεστών της έρευνας.
«Η δουλειά στα ξενοδοχεία και ειδικά στις βασικές ειδικότητες είναι δύσκολη και με ακανόνιστα ωράρια, την ώρα που άλλοι κλάδοι προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές και περισσότερο προβλέψιμα ημερομίσθια. Θα σας έλεγα ότι βρισκόμαστε πλέον σε ανταγωνισμό με την οικοδομή για την προσέλκυση εργαζομένων και επί του παρόντος χάνουμε», εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο επικεφαλής εμβληματικού ξενοδοχειακού ομίλου των Αθηνών. «Εμείς δεν αντιμετωπίζουμε πρόβλημα στελέχωσης, αλλά έχουμε δωδεκάμηνη λειτουργία και επιπλέον μπορώ να σας πω ότι ενώ παλιά είχαμε ουρές εργαζομένων να ζητούν δουλειά σε εμάς, τώρα απλούστατα αυτές οι ουρές δεν υπάρχουν», προσθέτει.
Το πρόβλημα της εποχικότητας αναφέρεται τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από αυτήν των εργοδοτών ως μείζον. «Η επιλογή μεταξύ τριών μηνών πολύ σκληρής δουλειάς σε άσχημες συνθήκες εργασίας το καλοκαίρι και είσπραξης επιδομάτων τον χειμώνα έναντι προβλέψιμης σταθερής εργασίας σε άλλους κλάδους, όπως για παράδειγμα το λιανικό εμπόριο ή ακόμα και οι ταχυμεταφορές, είναι εύκολη και είναι εις βάρος του τουρισμού», εξηγεί άλλος ξενοδόχος.
Υψηλότεροι μισθοί
Για πολλούς είναι προφανές πως πρέπει να καταβληθούν πλέον υψηλότεροι μισθοί προκειμένου να πείσουν τους εργαζομένους να επιστρέψουν στον τουρισμό. Να επιστρέψουν, διότι πρακτικά το πρόβλημα δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Οπως από το 2013 έως το 2019 έγινε μαζική εισροή εργαζομένων στον κλάδο, έτσι από το 2020 και μετά είχαμε την αντίστροφη τάση», αναφέρει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιάννης Ρέτσος.
Με απλά λόγια, η πανδημία κλόνισε την εμπιστοσύνη της αγοράς εργασίας για τον τουρισμό. « Η αγορά απασχόλησης έχει αλλάξει ριζικά μετά την πανδημία, ενώ παράλληλα υπάρχουν και ευρύτερες νέες τάσεις όπως η αλλαγή νοοτροπίας μεταξύ των νέων εργαζομένων που αναζητούν καλύτερες αμοιβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας και ορατές προοπτικές εξέλιξης», εξηγεί. «Βεβαίως, αυτό το disruption στην απασχόληση δεν είναι ελληνικό πρόβλημα, αλλά διεθνές. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν ξενοδόχοι και εστιάτορες στη νότια Γαλλία την Ισπανία ή την Ιταλία», προσθέτει. Ωστόσο ξεχωρίζει τα θέματα των συνθηκών εργασίας και της εποχικότητας ως τους δύο βασικότερους λόγους. Σε αυτό το περιβάλλον έρχεται να προστεθεί και η αυξημένη ζήτηση για υπηρεσίες φιλοξενίας στην Ελλάδα, καθώς η χώρα τα τελευταία χρόνια ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά στη λίστα με τους προορισμούς πρώτης προτίμησης ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Και αυτό σημαίνει ζήτηση για ακριβότερες υπηρεσίες που απαιτούν περισσότερα χέρια.
Οι στρεβλώσεις
Οσον αφορά το ζήτημα των επιδομάτων και της ανασφάλιστης και «μαύρης» εργασίας, πηγές της αγοράς εξηγούν στην «Καθημερινή» πως υφίστανται στρεβλώσεις οι οποίες εντάθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας, οπότε και χορηγήθηκαν μαζικά έκτακτα επιδόματα στους εργαζομένους στον τουρισμό. Ωστόσο, από τα μέσα του 2022 και μετά αυτή η έκτακτη επιδοματική πολιτική σταμάτησε, όχι όμως και η συνήθης επιδοματική πολιτική. Οι μισθωτοί τουριστικών και επισιτιστικών επαγγελμάτων λαμβάνουν εποχικό επίδομα υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιήσει κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται της καταβολής του βοηθήματος τουλάχιστον 75 ημερομίσθια και όχι περισσότερα από 50 ημερομίσθια κατά τη χρονική περίοδο από 1ης Οκτωβρίου έως 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου της καταβολής ημερολογιακού έτους. Ετσι, σε ό,τι αφορά τους εργαζομένους συμφέρει να ασφαλίζονται όσες ημέρες απαιτούνται για να πάρουν στη συνέχεια το εποχικό βοήθημα και για τις υπόλοιπες να εργάζονται ανασφάλιστοι. Η ίδια πρακτική συμφέρει φυσικά και εκείνες τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες που βασίζονται στη μαύρη εργασία και την εισφοροδιαφυγή για να επιβιώσουν. Αλλά αυτή η πρακτική βλάπτει τις συνεπείς, σύννομες και οργανωμένες επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη σεζόν και δεν θέλουν ή και δεν μπορούν να πληρώνουν μαύρα.
Μία εκ των προτάσεων για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος αφορά τη μείωση της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους των εποχικώς απασχολουμένων και την παράλληλη κατάργηση των επιδομάτων, ώστε οι καθαρές αμοιβές των εργαζομένων να είναι υψηλότερες προκειμένου να μειωθεί το κίνητρο ανασφάλιστης απασχόλησης.
Λείπουν πάνω από 7.000 καμαριέρες
Σύμφωνα με τη μελέτη και σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη για την αιχμή της θερινής σεζόν του 2021, πέρυσι καταγράφηκε αύξηση των θέσεων εργασίας, ενώ το ποσοστό των ελλείψεων παρέμεινε ίδιο. Οι ειδικότητες καμαριέρα, σερβιτόρος, receptionist, βοηθός σερβιτόρου, λαντζέρης, barista και τεχνική υποστήριξη αντιστοιχούν συνολικά στο 52% του συνόλου των θέσεων εργασίας βάσει οργανογράμματος, στο 54% του συνόλου των θέσεων εργασίας που καλύφθηκαν και στο 46% του συνόλου των θέσεων εργασίας που δεν καλύφθηκαν. Αριθμητικά, οι μεγαλύτερες ελλείψεις παρουσιάστηκαν σε καμαριέρες (7.360 κενές θέσεις ή 12% του συνόλου των ελλείψεων και 18% επί του συνόλου των θέσεων που προβλέπονται στα οργανογράμματα για τη συγκεκριμένη ειδικότητα), σερβιτόρους (5.164 ή 9% των ελλείψεων και 22% των αντίστοιχων προβλεπόμενων θέσεων), βοηθούς σερβιτόρου (3.883 ή 6% των ελλείψεων και 21% των προβλεπόμενων θέσεων) και σε receptionist (3.460 ή 6% των ελλείψεων και 17% των προβλεπόμενων θέσεων). Ακολούθησαν οι barista/barman-barwoman (2.729 ή 5% και 24% αντίστοιχα), λαντζέρης (2.866 ή 5% και 24% αντίστοιχα) και τεχνική υποστήριξη (2.054 ή 3% και 21% αντίστοιχα).
Καταστρατήγηση εργατικής νομοθεσίας και κλαδικών συμβάσεων
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων σε Επισιτισμό και Τουρισμό Γιώργο Χότζογλου, καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση των κενών θέσεων εργασίας στον κλάδο διαδραμάτισε η πανδημία του κορωνοϊού, καθώς το πρόβλημα στο μέγεθος που παρουσιάζεται σήμερα προέκυψε αμέσως μετά την επανεκκίνηση του τουρισμού στη χώρα μας. Οι εργαζόμενοι στον κλάδο δεν δέχονται ότι τη χρονιά του απόλυτου ρεκόρ, το 2019, δεν υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα, και ξαφνικά βρεθήκαμε το 2022 να έχουμε 61.000 κενές θέσεις και το 2023 ακόμη περισσότερες, βάσει των εκτιμήσεων. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε, σύμφωνα με τον κ. Χότζογλου, γιατί πολλοί ξενοδοχοϋπάλληλοι δεν άντεξαν τη διαδικασία της αναστολής των συμβάσεων και την παροχή του επιδόματος των 543 ευρώ, τα οποία μάλιστα οι εργαζόμενοι σε επισιτισμό και τουρισμό λάμβαναν όχι κάθε μήνα, αλλά κάθε 45 και 50 ημέρες. Ετσι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τον κλάδο, αναζητώντας εργασία σε άλλους, άσχετους με το αντικείμενό τους, κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπου υπήρχε 12μηνη απασχόληση με καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας και των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, γιατί μόλις επαναλειτούργησε ο κλάδος υπήρξε μια ένταση της εργοδοτικής παραβατικότητας.
Η νέα Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας στον τουρισμό έχει υπογραφεί από τον Νοέμβριο του 2022 και ακόμη δεν έχει οριστεί διαδικασία στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας ώστε να κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική και να εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και μεγάλα, πεντάστερα ξενοδοχεία να μην εφαρμόζουν τις αυξήσεις 5,5% για το 2023, αμείβοντας τους εργαζομένους τους με τον κατώτατο μισθό, επικαλούμενα το γεγονός ότι δεν είναι μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης που υπέγραψε τη σύμβαση.
Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανύπαρκτοι ή έστω υποστελεχωμένοι, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζονται οι νόμοι και οι συμβάσεις. Για παράδειγμα, σε Μύκονο, Σαντορίνη και Πάρο δεν υπάρχει Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργαζόμενος για να κάνει την καταγγελία του θα πρέπει να πάει στη Σύρο. Και αντίστοιχα, για να γίνει έλεγχος σε τρεις από τους μεγαλύτερους τουριστικούς προορισμούς θα πρέπει να πάει κλιμάκιο από τη Σύρο.
Και ο τρίτος είναι η εγκατάλειψη των εποχικά εργαζομένων τους χειμερινούς μήνες, από τη στιγμή που το επίδομα ανεργίας δίνεται πλέον μόνο για τρεις μήνες, από πέντε που ίσχυε στην προμνημονιακή περίοδο. Ετσι, για παράδειγμα, εργαζόμενοι που απασχολούνται στη Βόρεια Ελλάδα, όπου η τουριστική σεζόν διαρκεί λιγότερους μήνες απ’ ό,τι στα μεγάλα νησιά, επιδοτούνται από το κράτος από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο και μένουν χωρίς εισόδημα μέχρι τον Μάιο του επόμενου έτους, που θα ξαναπάνε για δουλειά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους εργαζομένους της Νότιας Ελλάδας, με ένα μήνα διαφορά (απολύονται Οκτώβριο και επιδοτούνται έως Ιανουάριο).
Κάθε χρόνο βγαίνουν συνεχώς νέοι επαγγελματίες από τα δημόσια και τα ιδιωτικά ΙΕΚ που υπάρχουν. Δυστυχώς, όμως, οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται με τον χειρότερο τρόπο, στην πράξη, την αναντιστοιχία αυτών που μαθαίνουν στις σχολές με αυτά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Υπάρχουν, επίσης, προγράμματα μετεκπαίδευσης για εργαζομένους που δεν έχουν σπουδάσει. Ομως, το ίδιο το υπουργείο Τουρισμού, σύμφωνα με τον κ. Χότζογλου, υπονομεύει αυτά τα προγράμματα, καθώς τα μαθήματα αντί να ξεκινούν τον Οκτώβριο και να ολοκληρώνονται πριν από την έναρξη της τουριστικής σεζόν, ξεκινούν τα δύο τελευταία χρόνια τέλος Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα οι συμμετέχοντες να τα εγκαταλείπουν πρόωρα προκειμένου να εργαστούν.
Με πληροφορίες από τη σελίδα kathimerini.gr