«Τα ευρήματά μας είναι πολύ σημαντικά, οι επιστήμονες είναι ενθουσιασμένοι. Ωστόσο δεν μπορώ να σας πω περισσότερα μέχρι να γίνουν οι σχετικές επιστημονικές δημοσιεύσεις». Με την απάντηση αυτή ο Γερμανός Τόμας Ρόνγκε, επικεφαλής της ερευνητικής αποστολής στη Σαντορίνη… έβαλε τέλος στην πιο σημαντική από τις ερωτήσεις που θα μπορούσε να του κάνει ένας δημοσιογράφος. Ομως, παρότι σε αυτή τη φάση –που η αποστολή βρίσκεται σε εξέλιξη– δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά, το ίδιο το επιστημονικό έργο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Η διαδικασία λήψης των δειγμάτων διαφέρει ανάλογα με το είδος των πετρωμάτων. «Κατ’ αρχάς, όταν φτάσουμε στο σημείο που έχουμε επιλέξει, χαμηλώνουν μια σειρά από προωθητήρες στη θάλασσα, ένα είδος συμπληρωματικών προπελών, οι οποίες βοηθούν να μείνει το πλοίο ακριβώς στην ίδια θέση μέχρι να ολοκληρωθεί η δειγματοληψία. Στη συνέχεια, το γεωτρύπανο βγαίνει από ένα άνοιγμα στο μέσον του πλοίου και αρχίζει αργά να κάνει γεώτρηση στον πυθμένα. Αρχικά, παίρνουμε δείγμα από τα μαλακά επιφανειακά πετρώματα. Φανταστείτε ένα καλαμάκι, που βυθίζεται σε ένα κέικ με διαφορετικές στρώσεις. Κάθε δέκα μέτρα, το κυλινδρικό δείγμα ανασύρεται. Κατόπιν, όταν φτάσουμε σε σκληρό πέτρωμα, αρχίζει κανονική γεώτρηση με ειδικό μηχάνημα μέχρι να φθάσουμε το ανώτατο βάθος».
Αφού ανασυρθούν, οι κύλινδροι, μήκους 10 μέτρων έκαστος, κόβονται κατά μήκος στη μέση. Το πρώτο μισό διατηρείται ως αρχείο και το δεύτερο είναι το «κομμάτι εργασίας». Τι πληροφορίες θα πάρουμε από αυτό; «Ελληνες, Βρετανοί και Γιαπωνέζοι ειδικοί που βρίσκονται στο πλοίο παρατηρούν το δείγμα με το μικροσκόπιο αναζητώντας μικροαπολιθώματα, κελύφη από μονοκύτταρους οργανισμούς που ζούσαν σε συγκεκριμένες εποχές. Με βάση αυτούς μπορούμε να χρονολογήσουμε το δείγμα. Εφόσον γνωρίζουμε την ηλικία, τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο συχνά εκρήγνυτο το ηφαίστειο. Πρόκειται για μια σημαντική πληροφορία και για το μέλλον, γιατί τα ηφαίστεια εκρήγνυνται με τον ίδιο τρόπο (λ.χ. στην Ελλάδα και στην Ιταλία) και επομένως αν γνωρίζουμε πόσο συχνά συνέβαινε στο παρελθόν, μπορούμε να υπολογίσουμε πότε θα συμβεί και πάλι».
«Παράλληλα, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εμάς τους επιστήμονες, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την υποθαλάσσια ηφαιστειακή δράση. Πώς αλληλεπιδρά το μάγμα με το νερό, πώς προκαλούνται οι εκρήξεις, πόσο υλικό παράγεται από αυτές, πόσο καταστροφικές είναι. Τέλος, στην Καλντέρα μια Ελληνίδα επιστήμονας ειδική στη μικροβιολογία (σ.σ. η Παρασκευή Πολυμενάκου, από το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας του ΕΛΚΕΘΕ) θα πάρει δείγματα προς ανάλυση, ώστε να διαπιστώσει πώς ζουν οι μικροβιακοί οργανισμοί σε ένα ενεργό ηφαίστειο».
Η αποστολή θα ολοκληρωθεί στις 10 Φεβρουαρίου, με την άφιξη του σκάφους στο Ηράκλειο. Από εκεί θα επιστρέψει στην Ισπανία, όπου θα αφήσει τα δείγματα τα οποία θα αποσταλούν στη Βρέμη της Γερμανίας, στις εγκαταστάσεις του IODP. «Τον Ιούλιο θα συγκεντρωθούμε στη Βρέμη για μια εβδομάδα όλοι οι επιστήμονες που συμμετείχαμε στην αποστολή για αυτό που ονομάζουμε… πάρτι δειγματοληψίας. Δεν είναι όσο διασκεδαστικό ακούγεται: τα δείγματά μας θα τεμαχιστούν σε χιλιάδες κομμάτια και επί μία εβδομάδα θα εργαστούμε όλοι εκεί εντατικά.
Μετά ο καθένας θα πάρει το δείγμα στο εργαστήριό του (οι επιστήμονες προέρχονται από πολλές χώρες, όπως η Γαλλία, η Αγγλία, η Αμερική, η Ιαπωνία, η Κίνα και στη συγκεκριμένη η Ελλάδα) για να συνεχίσει την ερευνητική εργασία», λέει ο κ. Ρόνγκε. «Η πρώτη επιστημονική δημοσίευση θα γίνει, εκτιμώ, έως το τέλος του έτους. Ομως σε τόσο μεγάλες επιστημονικές αποστολές χρειάζονται 2-3 χρόνια για να δημοσιευθεί το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων. Ο κάθε επιστήμονας έχει τη δική του ειδικότητα και βάζει ένα κομμάτι στο παζλ, ώστε να στεφθεί με επιτυχία η αποστολή. Θα πρέπει λοιπόν να κάνετε λίγη υπομονή».