Η Παρασκευή Κοψιδά – Βρεττού σχολιάζει το βιβλίο του Μανόλη Γ. Σέργη “Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας, Τόμος Β΄- Η καπνοκαλλιέργεια στη Νάξο (αρχές 19ου αιώνα – 1950)
Η έκδοση του Β’ τόμου της σειράς Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας του καθηγητή Λαογραφίας Μανόλη Γ. Σέργη, με θέμα την καπνοκαλλιέργεια στη Νάξο από τις αρχές του 19ου αιώνα έως το 1950 (εκδ. Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2022), συνιστά όχι απλώς ένα εκδοτικό γεγονός, αλλά ένα ακόμα επιστημονικό-ερευνητικό επίτευγμα στο πεδίο της σύγχρονης λαογραφικής επιστήμης.
Της Παρασκευής Κοψιδά – Βρεττού (*)
Θεωρώ τύχη για τους τόπους, για τη ζωή και την ψυχή των τόπων και των ανθρώπων τους μέσα στον χρόνο, την άοκνη παρουσία ερευνητών, οι οποίοι με τον πολυδύναμο εξοπλισμό της μακράς θητείας τους μέσα στις δεξαμενές της σκέψης και της εξέλιξης της επιστήμης που διακονούν, αποδύονται σε έναν σοβαρό και ανυποχώρητο αγώνα να προσφέρουν μια «δεύτερη ευκαιρία» διαμεσολαβημένης ζωής, που δεν θα ικανοποιεί απλώς την περιέργεια για το χαμένο στην ομίχλη παρελθόν, αλλά θα συμβάλλει στην καλύτερη και πληρέστερη γνωριμία και κατανόηση του παρόντος – και το κυριότερο, ίσως, θα μας προμηθεύει μια πυξίδα πλεύσης μέσα στην τρομαχτική ασάφεια του μέλλοντος. (Γι’ αυτό το τελευταίο, έχει δημιουργηθεί η «Διερευνητική», μια επισφαλής επιστήμη του Γάλλου φιλοσόφου Γκαστόν Μπερζέ, που επιχειρεί με μετρήσεις και αξιολογήσεις δεδομένων να προεικάσει τα εσόμενα – futurible.)
Το μέχρι σήμερα έργο του καθηγητή Μανόλη Σέργη αποδεικνύει το εύρος της λαογραφικής του ενασχόλησης, την πρωτοτυπία των θεμάτων, τις θεωρητικές προτάσεις που διατυπώνει προκειμένου για την ερμηνεία των λαογραφικών φαινομένων, την κριτική εξέταση και συγκριτική-διατοπική προσέγγισή τους.
Με την παρούσα εργασία του οικοδομεί μια πολυφωνική συν-πλοκή μεταξύ συναφών προς τη λαογραφία επιστημών (ιστορία – προφορική ιστορία, οικονομία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και προπάντων τοπική ιστορία) ή μάλλον τις «μεταγράφει» στη λαογραφική τους εκδοχή και τις αξιοποιεί συνθετικά, ώστε να δημιουργήσει το ολιστικό σκηνικό της δικής του συμβολής.
Είναι γεγονός ότι η γενική ιστορία τροφοδοτεί τη «θυγατρική» της τοπική ιστορία με θέματα, μεθόδους, πηγές, ερμηνείες, κριτικές αποτιμήσεις. Το σημείο τομής, ωστόσο, λαογραφίας και τοπικής ιστορίας είναι κυρίως η συναισθηματική σχέση και των δύο με τη μικροκοινωνία, η οικείωση με τις μικροκλίμακες της τοπικότητας, της γνωριμίας με τον ανώνυμο άνθρωπο, ο οποίος στα περιορισμένα όρια του χώρου και του χρόνου του ανασταίνεται στον χώρο της δουλειάς και της σχόλης του, της χαράς και της λύπης του, της ψυχαγωγίας του, στις στιγμές και στις συνθήκες της δημιουργικότητάς του, στις νοοτροπίες και στις αξίες του.
Μ’ αυτή την έννοια η εξέταση της καπνοκαλλιέργειας σε ένα νησί του Αιγαίου Πελάγους για ενάμιση περίπου αιώνα –από τις αρχές του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα– συνιστά πράγματι μια «μελέτη περίπτωσης» της οικονομικής διάστασης της λαογραφίας σε συνάρτηση με την ιστορική λαογραφία και την τοπική ιστορία.
Υπάρχει –και θα ήθελα να επισημανθεί– μια ιδιαιτερότητα όσον αφορά την επιλογή και εστίαση του ερευνητή σ’ αυτό το κατεξοχήν θέμα της οικονομικής ζωής της τοπικότητας – μελέτη «οικονομικής λαογραφίας» θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσουμε, όταν «ο καπνός δεν αποτέλεσε στοιχείο της πολιτιστικής ταυτότητας του νησιού…» ( σ. 323). Γιατί λοιπόν ο έμπειρος ερευνητής θα επιλέξει τον καπνό και όχι κάποιο από τα προϊόντα που προσφέρουν διαχρονικά την κύρια φυσιογνωμία του πρωτογενούς τομέα τοπικής παραγωγής, όπως το σμυρίγλι, τα εσπεριδοειδή –γνωστά από τον 17ο αιώνα– και κυρίως το κίτρο, η ελιά και το λάδι, η σταφίδα που αφέθηκε σταδιακά να παρακμάσει και να σβήσει, τα βερίκοκα (τα ονομαστά Μπόλια Νάξου) κ.ά.
Υποσυνείδητα, ίσως, σ’ αυτή τη σημαίνουσα διαπίστωση να βρίσκεται και η απάντηση στο γιατί. Όπως ο ποιητής ανασκάπτει –εκείνος μέσα στην ποιητική του φαντασίωση– και σαρκώνει τον θολό, αβέβαιο, στον ομηρικό Νηών Κατάλογο, βασιλιά, έτσι και ο ερευνητής, με τα δικά του στέρεα εργαλεία «ανασκαφής», εναποτεθειμένα και άφωνα σε φακέλους αρχείων, σε εφημερίδες, περιοδικά και συναφή έντυπα ή στις ζωντανές μαρτυρίες ανθρώπων, θα στήσει το πλήρες σκηνικό ζωής με όλες τις λειτουργίες της, προεξάρχουσας της οικονομικής –παραγωγικής και εμπορικής–, γύρω από την οποία ενορχηστρώνεται όλο το κοινωνικό, πολιτισμικό και αξιακό τοπίο των ανθρώπων του νησιού, φοβούμενος μη τι […] αϊστωθείη.
Διαισθητικά προχωρώντας ο ερευνητής –και παρά την σπάνι πρωτογενούς αρχειακού υλικού–, θα υφάνει τον καμβά της μονογραφίας του σε όλες του τις εκφάνσεις, ερευνώντας τις επιμέρους τοπικότητες του νησιού –τα χωριά της Νάξου– και διαπλέκοντας τον οικονομικοκοινωνικό και ιστορικό της χάρτη με το εθνικό και διεθνές πλαίσιο της καπνοκαλλιέργειας και τα ιστορικά περιγράμματα που το διαμορφώνουν. Έτσι, καθώς η περιγραφή της όλης διαδικασίας προχωρεί από το ένα στάδιο στο επόμενο: από το αγροτικό περιβάλλον καλλιέργειας και παραγωγής του προϊόντος στην εφοδιαστική αλυσίδα του αστικού περιβάλλοντος: στην προβλεπόμενη αξιολόγηση και διαμόρφωση της τιμής του, την αγορά, την αποθήκευση (στις αποθήκες των εμπορομεσιτών), και εν τέλει τη διάθεσή του στην εθνική και διεθνή αγορά, ο ερευνητής χαρτογραφεί, με ποικιλία δεδομένων και πληροφοριών, αλλά και κριτικής διεργασίας, το περιβάλλον μιας αγροτικής λαογραφίας και στη συνέχεια μιας αστικής λαογραφίας: όπου παρελαύνουν και παίζουν τον σημαίνοντα ρόλο τους κοινωνικές ομάδες και τάξεις, μικρόκοσμος εν δράσει, σε μια στρωματογραφία που διαμορφώνεται από τη μετάβαση της αγροτικής εθνικής και τοπικής οικονομίας στις λειτουργίες μιας «νόθας» αστικοποίησης, όπως ο Βασίλης Φίλιας την είχε χαρακτηρίσει, εξετάζοντας τις ρίζες της ενδημικής ελληνικής παθολογίας.
Στην εισαγωγή της μελέτης του ο συγγραφέας παρατηρεί εύστοχα ότι: «Η δραστηριότητα περί τον καπνό στη Νάξο δημιούργησε, επί μία 25ετία τουλάχιστον (κυρίως 1922-1950), έναν προσωρινό “καπνικό κόσμο”, ασχέτως αν η καλλιέργεια αυτού του παραγωγικού φυτού υφίστατο στο νησί τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα». Και λίγο παρακάτω: «Ο καπνός υπήρξε η οδός διά της οποίας η Νάξος συνδέθηκε άλλη μια φορά με την εθνική (τουλάχιστον) οικονομία, αλλά και με τη διεθνή». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα ο μελετητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος Μανόλης Σέργης θα ανατάμει σε κάθε πτυχή του το σχετικό με την καπνοκαλλιέργεια στο νησί του κεφάλαιο, αναβιώνοντας έναν πλούσιο βιότοπο ανθρώπων, δράσεων, θεσμών, επινοήσεων, διαδικασιών, επικοινωνίας… να συνυπάρχει τελικά με το παρόν, μέσα από τη ζώσα μνήμη των συγκαιρινών του, τους οποίους καθιστά μετόχους αυτής της αναζητητικής περιπέτειας. Παράλληλα, αίρεται πέρα και πάνω από το οικείο της τοπικότητας και ενοφθαλμίζεται συνεχώς τη σύνολη εθνική πραγματικότητα, την ιστορική εποχή και τις επιδράσεις των σημαντικών γεγονότων, από τον Επανάσταση και μετά, καθώς και τις συναρτήσεις με τη διεθνή πραγματικότητα.
Η δομή της μελέτης –ο χωρισμός σε πέντε κεφάλαια και οι επιμέρους ενότητες του καθενός με την εναργή διατύπωση των τίτλων τους, πυκνωμένη απόδοση του περιεχομένου– διασφαλίζει τους «οδοδείκτες» παρακολούθησης της βαθμιδωτής ανέλιξης της εργασίας και των σταδίων της: Πρώτο κεφάλαιο: Η ένταξη της ναξιακής καπνοκαλλιέργειας στο ελληνικό και το διεθνές περίγραμμα (αρχές του 20ού αιώνα – 1950). Δεύτερο κεφάλαιο: Κοινωνία και οικονομία στη Νάξο κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα (επιγραμματική απόδοση μιας «μακράς διάρκειας», των «συνεχειών» και των μεταβολών της). Τρίτο κεφάλαιο: Ιστορική αναδρομή της καπνοκαλλιέργειας στη Νάξο (αρχές 19ου αιώνα – 1950). Τέταρτο κεφάλαιο: Ο «δρόμος του καπνού»: Από την παραγωγή του καπνοσπόρου στις αποθήκες των εμπόρων. Πέμπτο κεφάλαιο: Διαδικασίες παραγωγής, εργασία, το δίκτυο της διακίνησης των καπνών. (Για να ακολουθήσει ο σύντομος επίλογος και τα αναγκαία συμπαρακόλουθα μιας επιστημονικής εργασίας: Ονόματα πληροφορητών/-τριών, Βιβλιογραφία: αρχεία, πηγές, βοηθήματα, ευρετήριο λαογραφικών όρων.)
Δεν μένει τίποτε άθικτο. Τα πάντα ερευνώνται και αποκτούν την ιδιαίτερη ζωή, το ηχόχρωμα και την ευρηματικότητα της ιδιαίτερης γλώσσας τους. Αυτή η τελευταία ζωντανεύει και απομνημειώνει την –τοπική εν πολλοίς– λαϊκή ορολογία μιας οικονομικής δραστηριότητας, της καπνοκαλλιέργειας, και καθίσταται άξια ειδικότερης μελέτης. Έτσι, ο εστιασμένος μικρόκοσμος ενός νησιού μετατρέπεται σε ένα υπο-δειγματικό μοντέλο έρευνας, καθώς ενσωματώνει στην ολότητα και στο μεγάλο τους άπλωμα ανθρώπους, χρόνους, ατομικότητες και συλλογικότητες, δομές και συγκυρίες, ομάδες και τάξεις και φύλα, θεσμούς και εμπειρίες, καταμερισμούς και συνέργειες, λειτουργίες και σχέσεις… σε ένα πανόραμα ζωής, που υπηρετεί με τον πιο δυναμικό τρόπο το θεωρητικό, πολυεπίπεδο περιβάλλον της Κοινωνικής Λαογραφίας· και ενδυναμώνει τις θεμελιώδεις αρχές και τη ζώσα ποιητική πνοή που ενυπάρχει στην επιστημονική της υλοποίηση.
Τέλος, επειδή η λαογραφία ενέχει εγγενώς το ποιητικό στοιχείο, καθώς ακουμπάει πάνω στον ανθρώπινο μόχθο του λαϊκού ανθρώπου και στην ποιητική σχέση του με τη φύση και την ιστορία, και επειδή η συμβολή των Μικρασιατών προσφύγων ήταν η πιο γόνιμη παραγωγικά για την καπνοκαλλιέργεια στο νησί, ο συγγραφέας θα αφιερώσει το προϊόν του πνευματικού του μόχθου «Στην αγήρω μνήμη των αδελφών μας Μικρασιατών, που πότισαν με τον ιδρώτα τους τη ναξιακή γη και δίδαξαν στους χωρικούς της έναν διαφορετικό “πολιτισμό του καπνού”». Και «Στους απογόνους τους Ναξιώτες». Έτσι, οι άνθρωποι μένουν ανόθευτοι και αδιατάρακτοι να συνομιλούν σε συνεχή ροή μέσα στον χρόνο, κάτω από τη σκέπη του συμπολίτη και συγχωριανού τους καθηγητή Μανόλη Σέργη, που μας διδάσκει ότι η μάθηση και η επιστήμη είναι ταυτόχρονα και ηθική και κοινωνική αγωγή. Ας γίνουμε πρόθυμοι ακροατές και αναγνώστες του!
Info
Μελέτες Ναξιακής Λαογραφίας (τόμος Β’)
Η καπνοκαλλιέργεια στη Νάξο (αρχές 19ου αιώνα – 1950). Σύγχρονη λαογραφική θεώρηση
Μανόλης Γ. Σέργης
Εκδόσεις Κ. & Μ. Σταμούλη
σ. 342
ISBN: 978-618-5161-15-6
Τιμή: 21,20€
(*) … Η Παρασκευή (Βιβή) Κοψιδά-Βρεττού είναι διδάκτωρ Φιλολογίας, συγγραφέας και ποιήτρια.