Φινάλε της καλοκαιρινής περιόδου για την Κινηματογραφική Λέσχη Νάξου.. Απόψε (30΄/09) με την ταινία Σ”Alphaville” του Ζαν-Λικ Γκοντάρ – Στις 9.30 το βράδυ στην αυλή του πολιτιστικού κέντρου Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων
Φινάλε καλοκαιρινής σεζόν για την Κινηματογραφική Λέσχη Νάξου.. Σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου, φινάλε των καλοκαιρινών προβολών με την ταινία «alphaville» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, απόψε Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου στις 9.30 μ.μ. στην αυλή του πολιτιστικού κέντρου Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων (πρώην σχολή Ουρσουλινών) στο Κάστρο της Χώρας (λειτουργεί και ασανσέρ στην ανατολική πλευρά του Κάστρου, απ’ τη μεριά της Αγίας Κυριακής)
Υπόθεση: Ο Lemmy Caution, φτάνει στην πόλη Αλφαβίλ από τις “Έξω Χώρες”, προσποιούμενος τον δημοσιογράφο Ivan Johnson από την εφημερίδα “Figaro-Pravda”. Πρώτη του αποστολή είναι να βρει τον Henri Dickson, επίσης πράκτορα, συνάδελφο του που τα ίχνη του έχουν χαθεί τελευταία. Σύντομα τον ανακαλύπτει σε κάποιο ξεπεσμένο ξενοδοχείο, εθισμένο στο σεξ και στο ποτό και παροπλισμένο νοητικά όπως ο υπόλοιπος πληθυσμός της σκοτεινής πόλης. Έτσι, μαθαίνει ότι η πόλη κυριαρχείται από τον πανούργο υπολογιστή Alpha-60 που ελέγχει ολοκληρωτικά τους κατοίκους. Για καλύτερο έλεγχο έχει χωρίσει την πόλη σε ζώνες: υπάρχει η ζώνη της Ημέρας και η ζώνη της Νύχτας, του Θερμού και αυτή του Ψυχρού.
Ο κατασκευαστής του Alpha είναι ένας παρανοϊκός επιστήμονας ο Von Braun του οποίου το πορτρέτο βρίσκεται παντού (και μας θυμίζει Ναζί). Η κόρη του επιστήμονα, η Natacha Von Braun (την υποδύεται θαυμάσια η Anna Karina) αναλαμβάνει να παρακολουθήσει τον Lemmy και έτσι θα γεννηθεί ένα ειδύλλιο. Στην Άλφαβιλ τα βιβλία απαγορεύονται. Κυκλοφορεί ένα λεξικό, η “Βίβλος”, που περιέχει τις επιτρεπόμενες λέξεις, όμως κάθε μέρα εξαφανίζεται κι από μία λέξη.
Η Νατάσα δεν γνωρίζει τις λέξεις “αγάπη” και “τρυφερότητα” αφού έχουν αφαιρεθεί από το λεξικό. Έχει όμως μαζί της ένα βιβλίο του Πωλ Ελυάρ, και τελικά αυτό θα βοηθήσει τον Λέμυ να νικήσει το κομπιούτερ. Ο ήρωας τελικά νικάει με τη δύναμη της ποίησης.
Έτος: 1965
Xώρα: Γαλλία
Διάρκεια: 99 λεπτά
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Jean-Luc Godard
Παίζουν: Eddie Constantine, Anna Karina
Μουσική: Paul Misraki
Φωτογραφία: Ραούλ Κουτάρ
Μοντάζ: Agnes Guillemot
Κριτική
Περισσότερο από την άλογη κυριαρχία του ρομπότ, ο άνθρωπος του μέλλοντος κινδυνεύει να γίνει σκλάβος της θεωρίας των πιθανοτήτων, ένα απλό νούμερο ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο, ένα νούμερο που μπορεί να καταλάβει οποιαδήποτε θέση σ’ αυτή την ατελεύτητη σειρά, σύμφωνα με τις απρόσωπες εντολές των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κινδυνεύει να γίνει ένα άψυχο αντικείμενο που μετακινείται σε μια πελώρια σκακιέρα σύμφωνα με τα κέφια ενός Υπερεγκεφάλου που σκέφτεται και ενεργεί για λογαριασμό όλων.
«Σκεπτόμαστε για σας, πριν από σας. Θέλουμε το καλό σας γιατί έχετε πάθει τέλεια σύγχυση ιδεών και δεν μπορείτε ούτε καν στοιχειωδώς να ξεχωρίσετε το κακό απ’ το καλό. Ο κόσμος που σας ετοιμάζουμε —σε συνεργασία με τους τεχνοκράτες— είναι ο καλύτερος που μπορεί να υπάρξει. Εσείς δεν το καταλαβαίνετε. Το καταλαβαίνουμε, όμως, εμείς για λογαριασμό σας». Όλοι οι Υπερεγκέφαλοι όλων των εποχών, σκέφτονται κάπως έτσι. Ο Γκοντάρ, τελευταίος επίγονος των Ευρωπαίων ουμανιστών, το ξέρει καλά το παμπάλαιο τροπάρι και καταγγέλλει, για μια ακόμη φορά, την απάτη. Χτυπάει έναν κώδωνα κινδύνου. Βεβαίως, ξέρει καλά ότι τα αφτιά των Υπερεγκεφάλων παραείναι χοντρόπετσα για να συγκινηθούν από κάτι τέτοια. Ο Γκοντάρ δεν απευθύνεται σε αυτούς. Απευθύνεται στους «οπαδούς», τους κάθε είδους οπαδούς που είναι πάντα πρόθυμοι να δανειστούν το μυαλό κάποιου άλλου για να λύσουν και τα απλούστερα προσωπικά τους προβλήματα.
Μέσα σε αυτό το χάος των επιβεβλημένων «άνωθεν» ιδεών, ο Γκοντάρ δε βλέπει παρά μία και μόνο σανίδα σωτηρίας: τον έρωτα. Όπως θα ‘λεγε και ο μακρινός του συγγενής, ο Νίτσε, ο έρωτας είναι η μόνη απόλυτα εγωιστική πράξη που όχι μόνο δε βλάπτει τον πλησίον αλλά του κάνει το μεγαλύτερο δυνατό καλό.
Μόνο ο έρωτας δεν είναι δυνατόν να μας επιβληθεί «άνωθεν». Μόνο το συναίσθημα εξακολουθεί να διαφυλάσσει ακέραια τα δικαιώματα του. Μόνο αυτό δεν έγινε —προς το παρόν— εμπορεύσιμη αξία. Και, συνεπώς, μόνο μέσα από αυτό θα μπορούσαμε να ξανακερδίσουμε τη χαμένη ανθρωπιά μας και να πάψουμε να παριστάνουμε τα εργαλεία στα χέρια απατεώνων-μηχανικών που ανέλαβαν ερήμην μας τη σωτηρία μας.
Αυτή η επίθεση του Γκοντάρ κατά του τεχνοκρατικού δεσποτισμού —και γενικότερα του Δεσποτισμού— μπορεί να είναι υπερβολική στην ορμή της και συχνά ατεκμηρίωτη. Όμως, οι αποδείξεις και οι σαφείς τεκμηριώσεις είναι δουλειά του επιστήμονα και όχι του καλλιτέχνη. Ο Γκοντάρ επισημαίνει ένα γεγονός. Τα συμπεράσματα τ’ αφήνει για τους θεατές του.
Η Αλφαβίλ/ Alphaville: une étrange aventure de Lemmy Caution, ταινία επιστημονικής φαντασίας, είναι η μόνη στην οποία ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί την άμεση και σαφή παραβολή για να εκφράσει μέσα απ’ αυτήν, τις απόψεις του. Ωστόσο, η Αλφαβίλ, πρωτεύουσα ενός εξαιρετικά απομακρυσμένου από τη Γη γαλαξία, χτίστηκε με υλικά γήινα, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Όλα τα εξωτερικά είναι γυρισμένα σε φυσικά ντεκόρ στα προάστια του Παρισιού. Ο πολύ συγκεκριμένος κόσμος του 1965 — αυτή τη χρονιά γυρίστηκε η ταινία— μετατίθεται στον υποθετικό κόσμο του 1984 μόνο με την παρέμβαση του σκηνοθέτη, χωρίς τη βοήθεια της φαντασίας ενός ντεκορατέρ. Πρόκειται στην κυριολεξία για ένα σκηνοθετικό άθλο. Ένας χώρος που αλλάζει μορφή όταν αλλάζει ο φωτισμός του και η γωνία λήψεως είναι η καλύτερη απόδειξη των απεριόριστων δυνατοτήτων του κινηματογράφου.
Ο Γκοντάρ με την Αλφαβίλ δεν κοινωνιολογεί μόνο κάποιες σκέψεις του, αλλά προσπαθεί να μας πείσει ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μαγικό ραβδί, το οποίο μεταμορφώνει κατά βούληση ό,τι αγγίξει, αρκεί φυσικά αυτός που το χειρίζεται να μην είναι μαθητευόμενος μάγος. Η Αλφαβίλ είναι μαζί με άλλα και μια εκδήλωση σεβασμού του Γκοντάρ στην τέχνη που ξέρει και που αγαπάει όσο πολύ λίγοι. Το φανταστικό σύμπαν της Αλφαβίλ οικοδομείται με στοιχεία, σχολαστικά διαλεγμένα μέσα από το γύρω μας κόσμο. Τα επιμέρους συστατικά της ταινίας, δεν έχουν τίποτα το φανταστικό και το κατασκευασμένο. Ως σύνολο, όμως, πετυχαίνει μια θαυμαστή αναγωγή στον κόσμο της φαντασίας. Επιπλέον, αντίθετα μ’ εκείνο που γίνεται συνήθως σε ταινίες αυτού του είδους, η οικονομία στα εκφραστικά μέσα είναι υποδειγματική. Κανένα στοιχείο του ντεκόρ δεν είναι περιττό ή κραυγαλέο. Ο χώρος δεν παραμορφώνεται σκόπιμα για τη δημιουργία παράξενων εφέ.