Η Υπατία μιλάει για το “φόβο” των γυναικών. Για την στιγμή που χάνεται η λογική και κυριαρχεί ο φόβος… Και σήμερα μιλάμε για “βία”….
Τώρα αλήθεια, θες να μιλήσουμε για την κακοποίηση των γυναικών; Θες; Αντέχεις;
Θες να μιλήσουμε για τη δικιά μου; Κακοποίηση; Θες να σε κάνω κομμάτια; Θες; Λέγε!
Ήθελα να ‘ρθω απόψε να σου σκορπίσω το γέλιο μου. Το χαμόγελό μου. Να σε ζεστάνω! Γιατί αυτό έχουμε ανάγκη. Λίγη ζεστασιά. Και αγάπη. Κι εγώ ό,τι κι αν συνέβη ήθελα να μείνω πάντα εκείνο το μικρό κορίτσι που κοιτά τον κόσμο και τους άντρες με μια αθωότητα. Και τρέχει κοντά τους όπως η πυγολαμπίδα στο φως.
Δεν ήθελα να το ακουμπήσουν αυτό το κορίτσι με τα βρωμόχερά τους. Γι’ αυτό! Γιατί αυτή η αθωότητα είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Ακούς;
Αλλά κι εσύ μια επιμονή. Να μιλήσουμε για βία. Και ξέρεις πως υπάρχει…Βία χωρίς Βία;
Αυτό το… δεν έχω αντιστάσεις; Γιατί στην αρχή, όντως δεν έχω. Γιατί σ’ αγαπάω. Κι όλα σου τα λαχταρώ. Και όλα σου, μου φαίνονται όμορφα ακόμη και η βία σου. Και την εκλογικεύω. Πως εσύ με θέλεις. Γι’ αυτό με χαστουκίζεις. Γιατί δεν αντέχεις να με χάσεις. Γιατί χάνεις τον έλεγχο. Εκλογικεύω το χαστούκι σου κατάλαβες;
Και μετά αρχίζω να φοβάμαι. Όταν δε χωρά πια η λογική, αρχίζω να φοβάμαι.Και τότε δεν μπορώ να σου πω “όχι”. Όταν αποφασίζεις για μένα ακόμη κι όταν με πηδάς χωρίς να το θέλω, δεν μπορώ να σου πω “όχι”. Φοβάμαι. Γιατί έχω δει τη φλέβα του λαιμού σου να πετάγεται όταν είσαι σταματημένος και βρίζεις στο φανάρι.
Λίγο ακόμη και θα κατέβαινες να τον συνθλίψεις τον άλλον με τα χέρια σου. Κι εγώ τότε φοβάμαι. Καλύτερα λέω να ανοίξω τα πόδια μου, κάποια στιγμή θα τελειώσειςκαι θα είσαι πιο ήρεμος μετά.
Άσε που μου ‘ρχεται συνέχεια η φωνή της θειάς μου της Κατίνας στο μυαλό. «Είναι αγοράκι και δεν κάνει». Έτσι λέγαν στο χωριό μου παλιά. Μα τι σκαρφίζονταν οι κοινωνίες. Είναι αγοράκι και δεν κάνει να του πεις όχι! Και εγώ όσο και να προσπαθώ, δεν μπορώ να σβήσω αυτή τη φωνή της θειάς μου της Κατίνας.
Λες και το σύμπαν συνωμοτεί. Να την ακούω συνέχεια. Να μου τρυπά τα μελίγγια συνέχεια… για να μην μπορώ να σου πω όχι, ποτέ κι ας είσαι άντρας πια.
Όχι!
Φοβάμαι!
Σ’ έχω δει να φωνάζεις στο παιδί και να το αρπάς από το λαιμό.
Φοβάμαι!
Είμαι άνεργη και με ένα μωρό ακόμη. Δεν έχω λεφτά. Δεν έχω πού να πάω. Καλύτερα να κάνω λίγο υπομονή. Πού να πάω;
Και δεν είσαι πάντα έτσι. Μόνο κάποιες φορές. Είναι και κάποιες άλλες, που ξαναγίνεσαι όπως πρώτα. Δε θέλω να σ’ αφήσω. Σ ’αγαπάω. Είμαι δυνατή και για τους δυο μας. Μια μέρα θα δεις.
Μια μέρα ίσως ένας φίλος δει. Τα σημάδια μου. Και σε πιάσει από τον αγκώνα και σε τραβήξει παράμερα. Να μωρέ εκείνος ο κολλητός σου, ο κουμπάρος. Και ίσως σε αρπάξει και σου πει ένα…”ρε μαλάκα τι είναι αυτά που κάνεις;” Και ίσως εσύ ντραπείς.
Ίσως μια μέρα, η πεθερά μου που ανεβαίνει και βλέπει το μωρό να με δει κλαμένη. Ίσως καταλάβει και σε αρπάξει και κείνη…γιε μου τι κάνεις;
Ίσως μια μέρα ίσως να σηκωθώ εγώ να δέσω τα παπούτσια μου. Όπως εκείνη τη μέρα που είναι σα να βαρέσαν όλα τα ταμπούρλα του πολέμου μέσα μου μαζί.
Είχα βάλει τα παπούτσια μου, το μωρό κοιμότανε στην κούνια, ο μικρός έπαιζε δίπλα κι εγώ είχα βάλει τα παπούτσια μου.
Μηχανικά. Σαν να μην ήμουνα εγώ. Δεν καταλάβαινα ποιος μου φόραγε τα παπούτσια μου. Δεν ήμουν εγώ. Ήταν ένας άλλος. Μου έδενε τα κορδόνια και μ’ έσπρωχνε μαλακά προς την πόρτα. Κι εγώ σαν υπνωτισμένη πήγαινα.
Το μωρό κοιμόταν. Δεν άντεχα άλλο. Να ζω χωρίς αγάπη. Να ζω στο φόβο.
Να σου πω! Άντεξα από το πρώτο εκλογικευμένο σκάσε μπροστά σε φίλους μέχρι το τελευταίο μπροστά στα παιδιά. Άντεξα να ζω άνυδρη στην έρημο Σαχάρα για χρόνια. Χωρίς νερό! Μέχρι που λύγισα. Μέχρι που πίστεψα πως αυτό αξίζω.
Γι’ αυτό όλα θα τέλειωναν όμορφα απόψε. Και απαλά.
Η πόλη μου έχει τείχη. Ψηλά. Κι εγώ είδα. Μέσα σε δευτερόλεπτα όσο έβαζα το κλειδί στην κλειδωνιά…με είδα. Να πέφτω. Από κει απαλά…
Και τότε το παιδί φώναξε…μαμά που πας;
Κι εγώ πάγωσα.
Και τότε ξύπνησα. Από το λήθαργο.
Ή εγώ ή εσύ.
Και τότε σ’ άφησα.
Μη ρωτάς πως…
Σ’ άφησα.
Ξέρεις κάτι; Απόστασα με τις παγκόσμιες μέρες. Οι γυναίκες κακοποιούνται κάθε μέρα. Αυτό κράτα. Και ότι εγώ δε χάνω την πίστη μου στους ανθρώπους. Γιατί δεν είναι όλοι έτσι. Εσύ δεν είσαι!
Γιατί αν μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με αγάπη και σεβασμό, δε θα υπάρχει πια βία στον κόσμο. Για να ‘ρθω να σου την διηγηθώ.
Θα έρχομαι μόνο για να σε ζεστάνω. Με το χαμόγελό μου. Και ξέρεις ότι μπορώ!
Υπατία