Η Υπατία κάνει μία βόλτα στα βουλισμένα σπίτια της Κρήτης.. Και μεταφέρει εικόνες και σκέψεις από τις υπερήφανους κρητικούς γέροντες και γρες που αρνούνται να αφήσουν τα σπίτια τους
Τα βουλισμένα Χωριά
Έκανα ένα οδοιπορικό μέσα από λήψεις drone και διάφορα βίντεο που βρήκα,στα χωριά του δήμου Μινώα Πεδιάδος που επλήγησαν περισσότερο από τους σεισμούς.
Ήθελα να γράψω κάτι γι’ αυτά. Έτσι ως φόρο τιμής. Μα δυσκολεύομαι… γιατί θα μπορούσαν να είναι τα δικά μου χωριά. Που από τύχη δηλαδή δεν είναι.
Και κάποια όπως το Χουμέρι καταστράφηκαν τελείως. Στο Αρχοντικό επίσης πολλές οι ζημιές και οι κάτοικοι σε απόγνωση. Γέροι και γριές κυρίως οι τραγικές φιγούρες να στέκονται με τα μπαστουνάκια τους μπροστά στα χαλάσματα και τους κόπους μαζί μιας ζωής, ανήμποροι κι απρόθυμοι ως πρώην νοικοκύρηδες να στριμωχτούν τώρα σε μια σκηνή τις επόμενες νύχτες.
Γι’ αυτό και κάθονται πεισματικά απ’ όξω και βεγγερίζουν και τα λένε μεταξύ τους και αναβάλλουν όσο γίνεται την άβολη τούτη ώρα.
Γέροι που δε θένε να φύγουν από τα χαλάσματα. Θέλουν να μείνουν εκεί κοντά στα υπάρχοντά τους κι ας τα ‘χουν καταπλακώσει οι πέτρες. Μα κι εγώ το ίδιο θα ‘κανα.
Και πού να πάνε; Είναι τόσο δύσκολο να ξεριζώσεις απ’ τον τόπο του έναν ηλικιωμένο κι υπό κανονική συνθήκη ακόμη.Το ξέρετε θαρρώ.
«Εγώ είμαι μπλιό γρα παιδί μου»… λέει μια γιαγιά 84 χρονών …
«Πού να βρω τη δύναμη; Μα έλα να σου σάξω έναν καφέ να σε τρατάρω λίγο»
Σφουγγίζει τα δάκρυα της περήφανη, να δείξει τη φιλοξενία της μέσα από τα χαλάσματα ακόμη. Πάνω στις βουλισμένες πέτρες αυτή θέλει να στρώσει το σεμέ και τον αντραντέ της τον καλό, να βάλει το μπρίκι να ψήσει καφέ και το δροσερό νεράκι στο δίσκο. Περήφανη! Αλύγιστη! Φιλόξενη Κρητικιά Γρα!
Όλα αυτά τα χωριά πέριξ του Αρκαλοχωρίου που δεν τα ξέρω καν… έγιναν βουλίσματα. Το Θραψανό ήξερα μόνο τους Ζωφόρους και τα Πάρτιρα. Αρίφνη τα μικρά χωριουδάκια μα δε με έβγαζε ο δρόμος μου ούτε η ζωή μου ποτέ προς τα κει.
Στο Χουμέρι ήσαν όλοι αμίλητοι. Κοιτούσαν τα κτίσματα να χάσκουν, το βήμα τους βαρύ. Μόνο κάποιες ζωγραφισμένες κίτρινες μαργαρίτες στο δρόμο μαρτυρούσαν πως χθες σ’ αυτό το σημείο ίσως έπαιζαν παιδιά.
Στο Αρχοντικό μόνο η γιαγιά που ήταν λαλίστατη και μας έδωκε κουράγιο. Αυτή… όχι εμείς.
Να σε τρατάρω έναν καφέ…
Δεν τα ξέρω αυτά τα χωριά, δεν την ξέρω αυτήν την Πεδιάδα μα μου θυμίζει κάθε πετρόχτιστο κτίσμα αυτό των παππούδων μου… κάθε στάβλο και κάθε μισογκρεμισμένο φουρνί στο χωριό μου και κάθε σπίτι του 50 , του 60 ή του 70 που ανέστησε παιδιά και εγγόνια και που θα έχασκαν σήμερα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε έναν τέτοιο σεισμό.
Σπίτια παλιά, που γεμίζουν όμως τα καλοκαίρια ακόμη παιδικές φωνούλες και τσουγκρίσματα από ρακές στις βεγγέρες δίπλα στον κατιφέ και τα λουλούδια.
Τι θα πει ήσαν παλιά;
Σε ένα τέτοιο παλιό ανατράφηκα…
Σε ένα τέτοιο παλιό …
Βέβαια!
Μπροστά στην αξία της ανθρώπινης ζωής, τα βουλίσματα και τα σπίτια έρχονται σαφώς σε δεύτερη μοίρα.
Τον έλεγαν Ιάκωβο ήταν 65 χρονών από το χωριό Μάρθα. Με τον γιο του επισκευάζανε εκείνη τη μέρα του μεγάλου σεισμού το ναό του Προφήτη Ηλία στο Αρκαλοχώρι. Είπαν το είχε τάμα…
Υπατία
(*) Βουλισμένο = Γκρεμισμένο