Αναζητώντας τους τάφους των παππούδων… Αγαπημένων προσώπων. Να μπορέσεις να βγάλεις τα εσώψυχά σου… Οι νεκροί άλλωστε περιμένουν… Για μία επίσκεψη.. Που είναι τόσο σημαντική. Αλλά, αλήθεια για ποιον;
Σφουγγίζω το δάκρυ μου και πιάνω τα πινέλα …αυτό το συναίσθημα πρέπει να το ζωγραφίσω οπωσδήποτε. Το σκεφτόμουνα ακόμη και κείνη την ώρα. Γιατί σίγουρα είναι το συναίσθημα των πολλών.Ή των όλων.
Σούρουπο Μεγάλου Σαββάτου. Η καμπάνα χτυπούσε ήδη χαρμόσυνα κι έλεγα μα γιατί χτυπά τόσο νωρίς; Είχα ξεχάσει βλέπετε την αλλαγή της ώρας.
Οι φωτιές είχανε ήδη ανάψει στην αυλή της Εκκλησιάς για το κάψιμο του Ιούδα. Και δεν είχε δύσει ακόμη ο Ήλιος. Κι έλεγα μα γιατί τόσο νωρίς; Είχα ξεχάσει…
Κι όμως την καλύτερη ώρα θυμήθηκα να κάνω ετούτη την επίσκεψη. Την ώρα που ετοιμάζονται να αναστηθούνε όλα. Η πλάση όλη. Την ώρα που κανείς δεν πάει πια εκεί.
Ήταν ένα απότομο και κατηφορικό δρομάκι κάτω από την Εκκλησία. Είχα τα παιδιά μαζί. Τρέχανε σαν τα κατσίκια στο κακοβαλμένο τσιμέντο. Και είχα έναν εκνευρισμό! Δεν ήταν πολλές οι μέρες που τρέχαμε στο νοσοκομείο για ράμματα! Ρε μην τρέχετε φώναζα.
Να φτάνεις στο νεκροταφείο και να ενοχλείς και τους νεκρούς ακόμη με την γκρίνια σου. Πως δε σηκώθηκαν απ’ τα μνήματα να παραπονεθούνε. Γέλια μικρών παιδιών να τρέχουνε ανάμεσά τους και μια μάνα να φωνάζει. Πως δε σηκώθηκαν…
Έψαχνα το μνήμα του παππού μου. Και της γιαγιάς μου. Θυμάμαι είχε μια μαντινάδα πάνω. Είχα χρόνια να πάω. Αλλιώς το θυμόμουνα αλλού το θυμόμουνα. Είπα το όνομα. Ο πιο μεγάλος ξέρει να διαβάζει.
Ψάξτε τη μαντινάδα τους βροντοφώναξα! Τον παππού μου τον λέγαν Αντρέα και τη γιαγιά μου Στυλιανή.
Έψαχνα απεγνωσμένα τους τάφους μέσα στη νεκρική σιγή. Με το ηλιοβασίλεμα να βουτά κι εκείνο σιωπηλό στα ακίνητα νερά της Θάλασσας. Έσερνα τα φουστάνια μου σαν έκπτωτη αρχόντισσα μιας άλλης εποχής και παραμέριζα τα αγριόχορτα και τα πεσμένα μάτσα από λουλούδια.
Βρείτε τον τάφο …φώναζα.
Άφαντος ο τάφος. Τους είχαμε ψάξει σχεδόν όλους. Και καμιά φορά γνώριμα πρόσωπα σε γνώριμες φωτογραφίες. Τους ήξερα τους πιο πολλούς. Οι πιο πολλές γιαγιάδες εκεί με είχανε ταχταρίσει μικρή, μου είπαν ιστορίες. Κι εγώ τώρα τους έκανα επίσκεψη, όπως τότε, στα σπίτια τους που περίμενα να ανοίξουν το συρτάρι και να μου δώσουν καραμέλες.
Μα ξάφνου! Βλέπω απέναντι έναν τάφο ψηλό καινούριο δεν είχε χορταριάσει ακόμη. Έλαμπε το μάρμαρό του στον λιγοστό ήλιο.
Ο θείος μου ο Μανώλης! Φώναξα. Έσυρα κραυγή! Όπως στο πλήθος που ψάχνεις έναν αγαπημένο να βρεις και μόλις τονέ βρίσκεις!
Ο θείος μου ο Μανώλης!
Τον έβλεπα σχεδόν ολοζώντανο μπροστά μου σε μια καμαρωτή φωτογραφία. Όμορφος με τα ψαρά του μαλλιά, όπως ακριβώς τον θυμόμουνα! Κι ήταν σα να μ’ έβλεπε και κείνος.
Ο θείος μου ο Μανώλης! Έμπηξα κραυγή. Κιέτρεξα να φτάσω κοντά του. Πως δε σκοτώθηκα…ήταν τόσο στενάχωρα όλα εκεί.Κι όλο αυτό το ποτάμι της θλίψης που φούσκωνε καιρό μέσα μου ξεχείλισε μεμιάς μόλις άγγιξα το μνήμα…
Δε μ’ ένοιαζε που τα παιδιά ήταν μπροστά. Πρέπει να μαθαίνουν για το θάνατο. Ξέρετε σε πόσες κηδείες με πήγαινε εμένα η γιαγιά μου μικρή και πόσους δίσκους με κόλλυβα έχω ξομπλιάσει; Να μαθαίνουν για το Θάνατο και το Ανεπίστροφο…
Η μαμά κλαίει … φώναξε ο μικρός στον μεγάλο.
Μαμά γιατί κλαις;
Μαμά θες να τον δεις και να του μιλήσεις ξανά αλλά να μην είναι πεθαμένος;
Αφού βρήκαμε τον τάφο του θείου μου ήταν κοντά σίγουρα της γιαγιάς και του παππού. Παιδί τους ήταν. Βρήκαμε και τη μαντινάδα. Βρήκα θυμιατό και λιβάνι… αναπτήρα κρατούσα και θυμιάσαμε…σύστησα τα παιδιά μου…αυτά είναι τα δισέγγονά σας τους είπα!
Μα κάπως δε μου κάνε καρδιά να φύγω έτσι και θύμιασα και όλους τους τάφους τριγύρω…
Και μετά σφούγγιξα το δάκρυ μου και αλαφρωμένη πήραμε το ανηφορικό πλέον δρομάκι. Δε με ένοιαζε τώρα που τρέχαν τα παιδιά. Γιατί δύσκολο να πέσεις στον ανήφορο.
Και οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα κι οι χωριανοί μπαίναν στην Εκκλησία. Όλα να αναστηθούνε περίμεναν εκεί.
Μα την πιο ωραία Ανάσταση την έκανα εγώ λίγο πριν στο νεκροταφείο του χωριού μου, εκεί ανάμεσα στα σπασμένα τζαμάκια και τις ξεφτισμένες φωτογραφίες.
Οι νεκροί πάντα περιμένουν. Για μια επίσκεψη. Όσα χρόνια και να περάσουν. Να ξεχειλίσει το ποτάμι της θλίψηςκαι του αποχωρισμού που φουσκώνει καιρό και να ξεπλύνει τους λερωμένους ασβέστες, να ποτίσει τα αγριόχορτα που πνίγουνε τα μνήματα, να βγει το δάκρυ που φυλάς καιρό να εξαγνίσει τις θύμησες και να τις αναστήσει πάλι.
Όχι δε μιλώ για Θάνατο. Για Ανάσταση μιλώ! Και μην κοιτάτε που ήμουν σε νεκροταφείο. Όλα ήταν τόσο ολοζώντανα εκεί θαρρώ.
Υπατία
Να πας παππού μου στο καλό
Κι εσύ να ξέρεις όσο ζω
Στη Γης ετούτη που πατώ
Εγώ θα σ’ ανασταίνω.