Η Υπατία παίρνει θέση για όσα ακούγονται αυτές τις ημέρες σχετικά με το φανελάκι του Τσιόδρα αλλά και την κίνηση να χτυπήσει …ξύλο και όπως μας τονίζει ” Το να γράφει λοιπόν ιστορία η Επιστήμη για άλλη μια φορά κι εμείς να καλαμπουρίζουμε για το φανελάκι…ένα πράμα σημαίνει: πως δεν την εμπιστευόμαστε πια… την επιστήμη”.
Το φανελάκι είχε τη δική του ιστορία…τον φαντάζομαι κάθε πρωί να πίνει βιαστικά τον καφέ του, σε ένα σπίτι γεμάτο παιδιά…δεν ξέρω τις ηλικίες τους μα ξέρω πως θα γινόταν σίγουρα χαμός…ανάμεσα σε πρωινές τσιρίδες… που είναι το παιχνίδι μου μαμά ή μαμά δε θέλω άλλο γάλα ή άλλαξε το μωρό εσύ… εκεί ανάμεσα στον φρεσκοψημένο καφέ και τις φρουτόκρεμες που λέτε…εκεί το φαντάζομαι αυτό το φανελάκι…γαριασμένο από τα πολλά πλυσίματα…άγνωστο αν έβλεπε πάντα το σίδερο του σπιτιού…ήταν άλλα τα επείγοντα περιστατικά συνήθως…να σαν αυτά που είχε στις κοπιαστικές εφημερίες και τα ξενύχτια του…σ΄αυτή την αέναη πάλη να χωρέσει μαζί την οικογένεια και την καριέρα. Αέναη και δύσκολη η πάλη αυτή να ισορροπήσεις το μέσα σου, τις ενοχές και τις χαρές που σου δίνουν και τα δύο. Ας μη γελιόμαστε. Αυτό το φανελάκι έχει περάσει πολλά! Κι αυτό το τριμμένο και ξεφτισμένο λευκό του είναι ακριβώς το παράσημο και το γούρι του μαζί.
Η φούστα της Κυρίας…θυμήθηκα τώρα μια καθηγήτρια μου στη σχολή που 4 ολόκληρα χρόνια –όπως με είχαν διαβεβαιώσει παλαιότεροι συμφοιτητές μου και τα προηγούμενα χρόνια και μάλλον και τα επόμενα εις το διηνεκές και εις το άπειρον – η κυρία αυτή φορούσε την ίδια φούστα. Ναι, την ίδια. Μια τζιν ήταν με μεγάλες πιέτες. Δεν γνωρίζω αν είχε πολλές ίδιες ή ήταν μία, πάντως φαινόταν φρεσκοπλυμένη και καθαρή. Εντάξει το σχολιάζαμε το 1ο εξάμηνο μια φορά κι αυτό ήταν. Στο τέλος η φούστα της κυρίας γίνονταν ένα από τα φετίχ της σχολής και τόσο σύνηθες πια που στο τέλος περνούσε απαρατήρητη. Δεν είχαμε fb τότε αλλά και να είχαμε το να χλευάζουμε την πολυφορεμένη φούστα της καθηγήτριάς μας θα ήταν σα να χλευάζουμε τον κότσο της μαντάμ Κιουρί.
Χτυπάτε ξύλο εσείς; Για αποτροπή του κακού; Εγώ πάντως ναι! Φορές τρεις. Να είμαι σίγουρη. Επίσης είμαι και πρώτη ξεματιάστρα. Αν και εκπρόσωπος της πιο ορθολογιστικής επιστήμης στον κόσμο που έχει ανοίξει τα μάτια και στις υπόλοιπες επιστήμες και το ότι σας μιλάω τώρα εδώ χωρίς να με βλέπετε μάλλον το οφείλω σε κείνη…αυτό δε με εμποδίζει όμως να έχω ψυχή και μνήμες από την κουλτούρα των προγόνων μου. Κι αν οι πιο παλιοί το λέγαν θεά Τύχη και οι πιο νέοι Κβαντική Φυσική, αυτό το άπειρο των πιθανοτικών συνδυασμών και ενδεχομένων που το σύμπαν με νόμους που δε γνωρίζουμε ακόμη ή δε θα μάθουμε ποτέ…αποφασίζει να μου πετάξει ξαφνικά μια γλάστρα στο κεφάλι και όχι στον κυριούλη που μόλις πέρασε από δίπλα…ε τι σημασία έχει τελοσπάντων πως το λέμε;
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα…θυμάμαι με πόσο τουπέ είχα πει μια φορά στην παιδίατρο του γιου μου..καλά και εμείς που περάσαμε ανεμοβλογιά και ιλαρά τι πάθαμε; Κι εκείνη μου αράδιασε τότε όλα τα περιστατικά εγκεφαλίτιδας που πρόλαβε σε νοσοκομεία όταν ξεκινούσε νέα γιατρός ακόμη την καριέρα της, λίγο πριν αρχίσουν οι μαζικοί εμβολιασμοί στη χώρα. Και τότε το τουπέ μου εχάθη…κάτι ανάλογο ζούμε και τώρα. Θα περάσουν τα χρόνια και θα ξεχάσουμε… τα εκατομμύρια των ανθρώπων που πέθαναν…και θα αναρωτιόμαστε πάλι γιατί να εμβολιαστούμε για μια ασθένεια που κάποτε την έλεγαν covid.
Το ιστορικό τσίμπημα…αν ήτανε να βάλουμε κάτι δίπλα στη στιγμή που ο Άρμστρονγκ πατάει στο φεγγάρι θα βάζαμε σίγουρα τη στιγμή που η ιατρική φτιάχνει το πρώτο εμβόλιο. Το να γράφει λοιπόν ιστορία η Επιστήμη για άλλη μια φορά κι εμείς να καλαμπουρίζουμε για το φανελάκι…ένα πράμα σημαίνει: πως δεν την εμπιστευόμαστε πια… την επιστήμη. Και επειδή θα έρθουν πιο δύσκολες μέρες ακόμη για την ανθρωπότητα…η ανάγκη να περιχαρακωθεί η Επιστήμη, η Ηθική και η Δεοντολογία της μακριά από συμφέροντα και μικροπολιτικές κρατών και βιομηχανιών ολόκληρων που ίσως εμπορεύονται την ελπίδα, είναι πλέον επιτακτική. Ιδίως τώρα που είμαστε όλοι ένα μεγάλο χωριό και το πέταγμα στο Πεκίνο μιας πεταλούδας το ακούνε την ίδια στιγμή εδώ στην Πάνω Ραχούλα.
Επανέρχομαι στο φανελάκι…το φαντάζομαι στα μπαλκόνια το καλοκαίρι καθαρό και σιδερωμένο να τιθασεύει δασύτριχα στήθια και λαιμούς με χρυσές αλυσίδες που φωνάζουν «Γυναίκα πιάσε μια μπύρα», το φαντάζομαι γεμάτο λαδιές και μουτζούρες σε κάτι παρακμιακές συνοικίες μέσα σε βουλκανιζατέρ και συνεργεία…το φαντάζομαι σε κάτι γέρικα κορμιά πάνω που σε συνθήκη καύσωνα ακόμη αρνούνται πεισματικά να το βγάλουν γιατί είναι σαν το «ζακέτα να βάλεις» της μάνας γλυκό…το φαντάζομαι λερωμένο στη ταινία Λεωφορείο ο Πόθος να πασχίζει να κρύψει τους ιδρωμένους κοιλιακούς του Μάρλο Μπράντο…μα πιο πολύ το φαντάζομαι τώρα γαριασμένο και πολυκαιρισμένο να ντύνει κατάσαρκα τον πλανήτη όλον και να αστράφτει απάνω του την ελπίδα…