Η δική μου Πορτάρα.. Η Μαρία Διαμαντάρα μας μιλάει για το δικό της ησυχαστήριο …
Καλοκαίρι του 07. Κάθομαι στο κατάστρωμα του πλοίου. Προσπαθώ να απολαύσω τον καφέ μου, να ηρεμήσω ακούγοντας τους ήχους που δημιουργεί το νερό αγκαλιαζοντας την καρίνα του καραβιού και οι ακτίνες του καυτού πλέον ήλιου χαϊδεύουν τους ώμους μου. Αδύνατον!
Κείμενο – Φωτογραφίες: Μαρία Διαμαντάρα
Η οχλαγωγία των επιβατών κατέστρεφε τις στιγμές. Είχα τουλάχιστον 4 ώρες ταξίδι ακόμη μπροστά μου. Προσεγγιζαμε πλέον το λιμάνι της Νάξου. Αποφάσισα να σηκωθώ. Ακούμπησα στην κουπαστή αδιάφορα. Άλλο ένα λιμάνι, σκέφτηκα και άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει ελεύθερο.
Ξεκίνησε από τη δεξιά μεριά του νησιού, φτάνοντας στ αριστερά. Κάτι προσπέρασε και γύρισε βιαστικά πίσω. Εκεί! Σταμάτησε ΕΚΕΙ ! Ο χρόνος κόμπιασε, οι ήχοι σιώπησαν.
Ενα νησάκι τόσο δα και πάνω του βρισκόταν μία πελώρια, μαρμάρινη Πύλη!
Το πλοίο ξεφόρτωσε, γέμισε ξανά, άρχισε να απομακρύνετε από το λιμάνι και το δικό μου βλέμμα κοκκαλωμένο εκεί, σβήνοντας από το περιβάλλον οποιαδήποτε όχληση. Καθώς χάνονταν από τα μάτια μου, επανερχόταν στ αυτιά μου ο θόρυβος. Ήξερα πως έπρεπε να επιστρέψω… και το έκανα, 2 χρόνια μετά. Μόνιμα!!!
Παρκάρω το αυτοκίνητο βιαστικά, περπατώ στο λιθόστρωτο δρομάκι που ένωσε τη Νάξο με τα “Παλάτια”- το μικρό βράχο που τη φιλοξενεί- πατώ το πόδι μου στο πρώτο σκαλοπάτι. Πάντα με το ίδιο καρδιοχτύπι, με την ίδια λαχτάρα, ανυπομονώ να βρεθώ όσο πιο σύντομα μπορώ μπροστά της. Υψώνω το κεφάλι κάθε τρεις και λίγο να δω πόσο απομείνει και η προσμονή μέσα μου φουντώνει. Ώσπου φτάνω στην κορυφή.
Το ίδιο δέος πάντα! Υψώνεται μπροστά μου, επιβλητική, κατάλευκη, πελώρια. Σχεδόν 6 μέτρα ύψος, 3 μέτρα πλάτος να στέκει αγέρωχη στους αιώνες. Το 530π.χ ο Λύγδαμις διέταξε την κατασκευή του ναού προς τιμήν του Θεού Απόλλωνα.
Ήθελε να είναι μεγαλύτερος από το ναό του Δία στην Αθήνα. 6 χρόνια αργότερα σταμάτησαν οι εργασίες. Πιθανόν εξαιτίας του πολέμου μεταξύ Νάξου και Σάμου. Αργότερα στη θέση του ημιτελούς ναού, χτίστηκε άλλος, χριστιανικός, ο οποίος καταστράφηκε κι αυτός επί ενετοκρατίας και τα μάρμαρα χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Κάστρου.
Η Πορτάρα όμως εκεί. Λες και φοβούνται να την αγγίξουν!!!
Ακόμα και η θάλασσα της φέρεται με σεβασμό. Σαν φίλες στους αιώνες, την πλαισιώνει, τη νανουρίζει, της τραγουδα. Ακόμα και όταν θεριεύει και τα κύματα της τη σκεπάζουν, δε τη φθείρει.
Πόσα έχουν ακούσει οι δυο τους. Πόσα γέλια, πόσα κλάματα, πόσα λόγια, αληθινά ή ψεύτικα, υποσχέσεις παντοτινές. Τι να είπε ο Θησέας όταν άφησε την Αριάδνη; Πώς την έπεισε ο Διονυσος να την παντρευτεί.
Όλα τα χουν ακούσει, όλα τα ξέρουν. Πόσες φορές έχουν αποχαιρετήσει τον Ήλιο παρέα, πόσες Ανατολές έχουν υποδεχθεί. Πόσα βράδια έχουν κουτσομπολέψει κρυφά με τη Σελήνη!
Αυτή είναι η Πορτάρα. Η δική μου Πορτάρα. Το ησυχαστήριο μου. Το άδειασμα και το γέμισμα μου. Η ενέργεια μου !!!