Πάνω από 300.000 τόνοι τροφίμων, τρόφιμα που θα μπορούσαν να θρέψουν 200.000 ανθρώπους ετησίως, τον πληθυσμό δηλαδή μιας πόλης λίγο μεγαλύτερης από την Πάτρα, καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια.
Πάνω από 300.000 τόνοι τροφίμων, τρόφιμα που θα μπορούσαν να θρέψουν 200.000 ανθρώπους ετησίως, τον πληθυσμό δηλαδή μιας πόλης λίγο μεγαλύτερης από την Πάτρα, καταλήγουν κάθε χρόνο στα σκουπίδια. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει δειγματοληπτική έρευνα γνώμης του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ). Μάλιστα, όπως αναφέρει το ίδιο το ΙΕΛΚΑ στην ανακοίνωσή του, το παραπάνω είναι η εκτίμηση των ίδιων των καταναλωτών, η οποία ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι είναι κατά κανόνα χαμηλότερη της πραγματικής σπατάλης. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατη μελέτη την οποία πραγματοποίησε η αλυσίδα «ΑΒ Βασιλόπουλος» σε συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάθε χρόνο τα νοικοκυριά στην Ελλάδα πετούν πάνω από 1 εκατ. τόνους τροφίμων, τα μισά εκ των οποίων θα μπορούσαν να καταναλωθούν με ασφάλεια και όχι να πεταχτούν στα σκουπίδια.
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, μόλις 29% των νοικοκυριών δηλώνουν ότι δεν σπαταλούν καθόλου τρόφιμα. To 60% δηλώνει ότι σπαταλάει μέχρι 10% των τροφίμων, το 9% από 10% έως 25% και το 2% πάνω από 25%. Το παραπάνω μεταφράζεται σε σπατάλη τροφίμων που μεσοσταθμικά είναι 6%.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις κατηγορίες των φρούτων και λαχανικών, στις οποίες σχεδόν 7 στους 10 καταναλωτές (68%) δηλώνουν ότι καταγράφουν σπατάλη, και ακολουθούν το ψωμί και τα αρτοσκευάσματα στο 58%, τα αλλαντικά στο 37%, τα γαλακτοκομικά στο 29%, τα γλυκά και τα σνακ στο 28%, και το γάλα στο 27%. Το 21% αποδίδει τη σπατάλη στην κακή διαχείριση των υπολειμμάτων φαγητού στο νοικοκυριό και το 18% σε πραγματοποίηση μεγαλύτερων αγορών από όσες χρειάζονται.
Ενας σημαντικός λόγος για τον οποίο θεωρείται ότι τα νοικοκυριά πετούν μεγάλες ποσότητες τροφίμων είναι η σύγχυση που επικρατεί στο καταναλωτικό κοινό σχετικά με τη σήμανση «ημερομηνία λήξης» και «ανάλωση κατά προτίμηση έως». Σύμφωνα με έρευνα της Κομισιόν το 2018, πάνω από το 10% της ετήσιας σπατάλης τροφίμων στην Ε.Ε. είναι συνδεδεμένο με τις ετικέτες αυτές και τη δυσκολία των καταναλωτών να τις ερμηνεύσουν. Αυτός είναι ο λόγος που η Ε.Ε. μέχρι το τέλος του 2022 θα προτείνει νέους τρόπους σήμανσης των προϊόντων διατροφής.
Από έρευνες, εξάλλου, που έχει πραγματοποιήσει το Εργαστήριο Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Αγροτικού Χώρου του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων στο Πανεπιστήμιο Πατρών προκύπτει ότι ένα 28,4% των καταναλωτών είναι λίγο ή καθόλου εξοικειωμένο με τη διαφορά ανάμεσα στην ημερομηνία λήξης και στην προτεινόμενη ημερομηνία ανάλωσης.
Ενας άλλος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να περιοριστεί η σπατάλη τροφίμων σε προηγούμενο στάδιο, στο στάδιο της λιανικής, είναι εάν εφαρμοζόταν στην Ελλάδα η πώληση προϊόντων «περιορισμένης διατηρησιμότητας» σε χαμηλότερη τιμή – προϊόντα στα οποία πλησιάζει η προθεσμία «ανάλωση κατά προτίμηση πριν από».
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ