Οι πλατσάνες του Κυνιδάρου… Ο Γιάννης Βασαλάκης κάνει μία βόλτα στη Νάξο και μεταφέρει σκέψεις και εικόνες από το νησί καταγωγής του…
«Εδώ ήτανε, που λες, η πλάτσα του χωριού, όχι εκεί πιο έξω που έχουν κάνει άλλη τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται μικρή τώρα μα όπου βλέπεις γύρω-γύρω είχε καφενεία και μαγαζιά. Να, εκεί ήταν ένα καφενείο, εκεί δα άλλο, κι εκεί άλλο κι εδώ αριστερά μανάβικο. Είχε κι ένα μεγάλο ευκάλυπτο εδώ να, δυο αθρώποι και δεν μπορούσαν να αγκαλιάσουν τον κορμό του. Τον έκοψαν γιατί φοβούνταν πως θα χάλαγε τα σπίτια».
Του Γιάννη Βασαλάκη
Πέτυχα τις δυο «πλατσανές», τις κυράδες της πλατείας, τη Βάσω και τη Σοφία, απόγευμα να κάθονται στο πεζούλι τους. Ο Κυνίδαρος (ή Κινίδαρος ή και Κηνύδαρος) είναι το χωριό με την πλουσιότερη μουσικοχορευτική παράδοση της Νάξου, πατρίδα των πιο ξακουστών χορευτών, που όπως λένε και στο νησί, «αυτοί πρώτα μαθαίνουν να χορεύγουν και μετά να περπατούν» και πως «είναι τόσο λωλαμένοι με το χορό που τον επιάνουν ακόμη κι όταν ακούν να βαρούν ντενεκέδες».
«Χοροί; Εκεί να δεις, από το πρωί ξεκινούσε το γλέντι μέσα έξω στα μαγαζιά», θυμούνται. «Όχι σαν και τώρα που πάει 12 το βράδυ για ν’ αρχίσουν τα βιολιά». Ένα τσούρμο πιτσιρίκια βγαίνουν από το στενό, ο ένας με φλογερά κόκκινα μαλλιά, σαν Σκωτσέζος, δεν πρόλαβα να τον φωτογραφίσω και χάθηκε τρέχοντας με τους άλλους. «Είναι δίδυμο με άλλο ένα αγοράκι», με πληροφορούν οι πλατσανές, «να εδώ παραδίπλα μένουν. Ευτυχώς το χωριό έχει ακόμη πολλή νεολαία, δουλεύουνε στα λατομεία βλέπεις και μένουν εδώ και κάμουν και παιδιά…»
Τους υποσχέθηκα να ξαναπεράσω όταν θα έχει πανηγύρι στο χωριό. «Ο κορωνοϊός τις έκοψε όλες τις εκδηλώσεις», μου λένε αποχαιρετώντας με. «Μα να δούμε, έως τις Απόκριες μπορεί να επιτραπούν τα γλέντια».