Με την πένα της Γαλήνης Μπαρδάνη κάνουμε ένα ταξίδι στην … παραμονή της Επανάστασης. Και βλέπουμε τον ρόλο της μάνας στην προετοιμασία πριν από την μεγάλη έξοδο… Το ντύσιμο που πολεμιστή βήμα βήμα…
Ο επαναστατικός αναβρασμός εκείνων των ημερών ήταν τόσο μεγάλος που καθιστούσε πια επικίνδυνη την αναβολή της εξέγερσης. Tόσο εκείνοι που έφυγαν στους τόπους απ’ τον φόβο μην πιαστούν μα τόσο κι εκείνοι που έμειναν, είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται.
Της Γαλήνης Μπαρδάνη (κείμενο και φωτογραφία)
Κάθε σπίτι ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Συζητήσεις την νύχτα στα σβηστά με μόνο φως τη ζέστη της φωτιάς που άναβε τα λίγα ξύλα που ‘χαν απομείνει στα σπιτικά.
Οι αρχόντισσες ήταν εκείνες που καθόριζαν την έναρξη και την παύση κι ας μην το ‘ξεραν τότε, η κινητήριος δύναμη κάθε σπιτικού. Μόλις πάρθηκε η απόφαση για την καθοριστική ημερομηνία εκείνες ήταν που άνοιξαν τις κασέλες και μάζεψαν τα κάρβουνα απ’ τη φωτιά. Εκείνες τα έβαλαν στα σίδερα να τα πυρώσουν για να ομορφοστρώσουν τα λαγκιόλια της φουστανέλας, κοντή για τα παλικάρια ως τους μηρούς και μακριά ίσαμε το γόνατο κι ακόμα πιο κάτω για τους καπεταναίους και τους γεροντότερους και με περισσότερα και πιο πυκνά λαγκόλια.
Κένταγαν με μεταξένιες κλωστές τη φέρμελη η το μεϊντάνι και το στόλιζαν με χρυσοκέντητα γαϊτάνια και κορδόνια. Σαν θαύματα ξεπρόβαλαν οι σπειρομαίανδροι στο τελείωμα των μανικιών. Σαν άλλες αράχνες της εποχής ύφαιναν τις μακριές ως τα σκέλια κάλτσες με τραγόμαλλο για να κρατούν ζεστούς τους «αφεντάδες» τους.
Το Σάββατο απ’ τ’ απόγευμα βγήκαν στους δρόμους οι τσιλιαδόροι ,έπρεπε να ξεθαφτούν τ’ άρματα και να συντηρηθούν. Συνήθιζαν να λένε , «γυμνοί και κουρελήδες πολλοί ,μα δίχως άρματα κανένας». Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού. Έπρεπε κάποιος να νοιαστεί και τα μπαϊράκια ,κάθε οικογένεια βλέπεις είχε το δικό της .
Την Κυριακή αξημέρωτα ακόμη, μια ησυχία απόκοσμη κάλυπτε τα πάντα με το μανδύα της. Ησυχία προμήνυμα βοής κι αντάρας. Σηκώθηκαν τα παλικάρια κι οι καπεταναίοι κι άρχισαν τις ετοιμασίες. Ιεροτελεστία το ντύσιμο τους μιας κι είχε τόσα κομμάτια να φορεθούν.
Πρώτα φόραγαν τις βλαχόκαλτσες, μετά το λευκό πουκάμισο με τα στενά μανίκια, πάντα ξεκούμπωτο μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Μετά τα μεϊντανογίλεκα που συμπλήρωναν τον περήφανο κορμό. Ζώνονταν στη μέση τους τη φουστανέλα που πολλά παλικάρια την άλειφαν με ξύγκι. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια που τα στήριζαν στα πόδια τους, φέρνοντας γύρω τη γάμπα με φαρδύ λουρί, τις θηλιές και το ‘πιαναν στην κάλτσα τους ακριβώς κάτω απ’ το γόνατο με τσαρουχοτοκά.
Στην ράχη τους έριχναν τον ντουλαμά η την κάπα φτιαγμένη από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο. Τελειώνοντας φόραγαν το φέσι, κορώνα στο κεφάλι τους τυλιγμένο στη βάση του με μαντηλοδεσά, που ανάλογα με το ύφασμα είχε κι άλλο όνομα: κασπαστή, πόσι η σερβέτα.
Τη φορεσιά συμπλήρωναν το σελλάχι, τα στολίδια(τα τσαπράζια τα σαββατλίδικα) και τ’ άρματα. Στο σελλάχι ήταν περασμένη η «ώρα» ,οι μπαλάσκες για τα φουσέκια των ντουφεκιών, τα φυσεκλίκια ,οι τσακμακόπετρες, η καπνοσακούλα τους. Απ’ το σελλάχι ξεπρόβαιναν δυο δίδυμες κουμπούρες, στην έξω θήκη βρισκόταν το χαρμπί (πολλαπλών χρήσεων),απ’ έξω το γιαταγάνι κι όρεξη να ‘χεις να θυμάσαι όλα τ’ άρματα.
Ντυμένοι ,στολισμένοι σαν με γαμπρική φορεσά περίμεναν να δοθεί το σύνθημα. Πάμε παλικάρια …Ξαφνικά ακούστηκε βοή και σείστηκε το σύμπαν κι έβλεπες να ξεπροβάλουν από κάθε πέτρα ,από κάθε στενό από κάθε πέρασμα ένα λεφούσι, άτακτο μα ομοιόμορφο έτοιμο να σε πάρει μαζί του.
Τα μπαϊράκια ανέμιζαν στον αέρα σαν άλλα πανιά των « ξύλινων τειχών» της Αθήνας. Μόλις συγκεντρώθηκαν στο άνοιγμα, ο εχθρός προσπάθησε να ανασυνταχθεί μα τα ‘χασε. Παρακολουθήσαμε μέσα σ’ ένα απόγευμα την κάθοδο των μυρίων και την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, διοργανωμένες από τον Λεωνίδα και τον Μέγα Αλέξανδρο. Αιώνες του Ελληνισμού σε μια σελίδα ιστορίας.
Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι φανταστικά, οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.