Επιστολή 60 προσωπικοτήτων στον πρωθυπουργό για τον τουρισμό και το περιβάλλον – Τι ζητούν; Ποιοι υπογράφουν από τις Κυκλάδες
Επιστολή που υπογράφεται από 60 σημαίνουσες προσωπικότητες και φίλους της Ελλάδας, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, από την προστασία του περιβάλλοντος και τον πολιτισμό ώς το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία, τις υπηρεσίες, τον τουρισμό, τις κατασκευές και τον κόσμο της επιστήμης και της τέχνης, καθώς και δημάρχους εστάλη την περασμένη Τρίτη στον πρωθυπουργό, τους αρμόδιους υπουργούς και την Επιτροπή Πισσαρίδη αναφορικά με ένα καίριο ζήτημα, το οποίο μπορεί να υπονομεύσει το μέλλον της χώρας μας.
Η επιστολή συντάχθηκε με ομάδα της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (Μάρκο Βερέμη, Κώστα Καρρά, Φωκίωνα Ποταμιάνο, Στάθη Ποταμίτη, Κώστα Σταματόπουλο και Βασίλη Φουρλή) και μέσω αυτής η κυβέρνηση καλείται να προσθέσει στο ελληνικό οικονομικό σχέδιο μια σαφή διατύπωση της ανάγκης διαμορφώσεως περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα ισορροπεί περιβάλλον και τουρισμό.
Μάλιστα ανάμεσά τους και συναντάμε τους Δημάρχους από τις Δυτικές Κυκλάδες (Κέας, Κύθνου, Σερίφου, Σίφνου), τον Δήμαρχο Αμοργού και τον εφοπλιστή Μαρτίνο…. Οι σημαίνουσες προσωπικότητες και φίλοι της Ελλάδας επισημαίνουν στην επιστολή ότι ως προς τον τουρισμό, «η κυβέρνηση θα πρέπει να εστιάσει στη βιώσιμη ανάπτυξη έτσι ώστε να μπορέσουμε να κληροδοτήσουμε μια χώρα την οποία δεν θα έχουν αποψιλώσει ασυντόνιστες επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση είναι μεγάλη, αλλά μεγάλο είναι και το διακύβευμα».
Τι διαβάζουμε στην επιστολή;
“Το εύρος της υποστήριξης της επιστολής αυτής επιβεβαιώνει τόσο τη σημασία όσο και τον κομβικό χαρακτήρα του ζητήματος που θέτουμε, το οποίο από σοβαρό πρόβλημα μπορεί με σωστό σχεδιασμό να καταστεί κεντρική ευκαιρία για την ανάπτυξη της χώρας. Ελπίζουμε άρα να ληφθεί υπόψη στο υπό κατάρτιση πρόγραμμα ανάπτυξης και να αξιοποιηθεί από την κυβέρνηση. Οι υπογράφοντες αποδεχόμαστε την ανάγκη της ελληνικής οικονομίας για αναζωογονητικές επενδύσεις και πιστεύουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συμβαδίσει με την προστασία του περιβάλλοντος. Μας ανησυχεί όμως ο κίνδυνος να υπονομεύσουμε τις μακροχρόνιες, οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προοπτικές της χώρας από άκριτη και ασυντόνιστη προώθηση επενδύσεων, ειδικά στον τουρισμό και την ενέργεια.
Κατ’ αρχάς, κρίνουμε ότι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στον τουρισμό βρίσκεται εν κινδύνω. Θεωρούμε ότι δεν πρέπει να ενθαρρυνθεί η μεγάλης κλίμακας τουριστική ανάπτυξη σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες ή πολιτισμικά αξιόλογες περιοχές, όπως είναι τα μικρά αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Αντίθετα, επικροτούμε την αναβάθμιση παραδοσιακών οικισμών καθώς και εγκαταλελειμμένων χωριών για τόνωση των τοπικών κοινωνιών.
Ως προς την εθνική μας στρατηγική, δεν έχουν υπάρξει μέχρι τούδε επαρκή μέτρα υποστήριξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, παρότι οι μορφές αυτές επεκτείνουν την τουριστική περίοδο και απευθύνονται σε υψηλότερα εισοδήματα, ενώ ενεργοποιούν και άλλους τομείς της τοπικής οικονομίας (όπως τον πρωτογενή τομέα) και απασχολούν τοπικούς μικροεπιχειρηματίες (όπως στην περίπτωση του αγροτουρισμού). Δραστηριότητες όπως ο περιπατητικός τουρισμός, οι καταδύσεις, ο ιαματικός τουρισμός και, σε κάποιο βαθμό, η ιστιοπλοΐα, μπορούν να ευδοκιμήσουν για πιο εκτεταμένες περιόδους κάθε έτους από τον μαζικό τουρισμό. Οι περιοχές φυσικής προστασίας, π.χ. δίκτυο NATURA, είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Μας χαροποιεί ότι, μετά 15ετή καθυστέρηση, η Ελλάδα θα ολοκληρώσει το 2021 τις μελέτες διαχείρισής τους, οι οποίες θα δείξουν πού και ποιες χρήσεις μπορούν να χωροθετηθούν. Ας μην αδειοδοτηθούν ενδιάμεσα βαριές εγκαταστάσεις στις περιοχές αυτές, ως αποδοχή ότι η τουριστική και ενεργειακή ανάπτυξη απαιτεί αποτελεσματική στρατηγική.
Ο κίνδυνος κορεσμού, όπως της Μυκόνου και της Σαντορίνης, ελλοχεύει και σε άλλα μικρά νησιά. Χρειάζεται επομένως προσεκτική διαχείριση του δυναμικού κάθε περιοχής αλλά και έμφαση στην παροχή υψηλότερου επιπέδου υπηρεσιών. Μια τέτοια αλλαγή προτύπου απαιτεί όχι μόνο στρατηγικό όραμα αλλά και στενή συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους. Απαιτεί επίσης επένδυση σε καλύτερες υποδομές, π.χ. σε συστήματα αποχέτευσης που υπολογίζουν και τον εποχιακό πληθυσμό.
Δεύτερον, οι πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς στις νέες κατασκευές και τηρούν ευλαβικά τους χωροταξικούς κανόνες. Θεωρούμε αξιέπαινη την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να ελέγξει την εκτός σχεδίου δόμηση, μετά τη σχεδόν ανεξέλεγκτη επέκτασή της στη μεταπολεμική περίοδο. Παράλληλα, προκρίνουμε την αντικατάσταση συμβατικών οχημάτων με ηλεκτρικά, κατά προτεραιότητα σε τουριστικές περιοχές, και μείωση του οικολογικού αποτυπώματος στις πόλεις μέσω βιοκλιματικού σχεδιασμού, και χρήση γεωθερμίας. Εδώ συμβαδίζουν οικολογία και ανάπτυξη.
Τρίτον, θεωρούμε απαραίτητη την επανεξέταση του συστήματος χωροταξικού σχεδιασμού με βάση τα υγιέστερα ευρωπαϊκά πρότυπα. Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πρακτική, στη χώρα μας τα εθνικά, περιφερειακά και τοπικά σχέδια ουσιαστικά παραμερίζονται από τα ειδικά χωροταξικά (τουρισμού, ΑΠΕ, ιχθυοκαλλιέργειας κ.λ.π.) – πρακτική που συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις χρήσεων, όταν π.χ. προτείνεται εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε περιοχές όπως η Μήλος και η Κίμωλος που διαθέτουν γεωθερμικά πεδία ικανά για την ηλεκτροδότηση των μισών Κυκλάδων με μια καθαρή μορφή ενέργειας.
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ότι οι τοπικές αρχές δεν συμμετέχουν στη διαμόρφωση τομεακών σχεδίων τα οποία εκπονούνται σε εθνική κλίμακα. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο να βρεθούν ξαφνικά αντιμέτωπες με επενδυτικές αποφάσεις χωρίς διαβούλευση. Τόσο η κεντρική διοίκηση όσο και η τοπική κοινωνία οφείλουν να έχουν λόγο στη στάθμιση οφέλους και κόστους από τις επενδύσεις, κάτι που θα μπορέσει να οδηγήσει στην καλύτερη αποδοχή τους.
Τέλος, πιστεύουμε ότι υπάρχει άμεση ανάγκη για καλύτερο συντονισμό και παρακολούθηση. Απαιτείται ριζική αναδιοργάνωση και αναβάθμιση του υπουργείου Τουρισμού και του ΕΟΤ, με έμφαση στη βιωσιμότητα, ίσως υπό την επίβλεψη του ίδιου του πρωθυπουργού. Ενόψει της πρόκλησης προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, η Ελλάδα οφείλει να αδράξει αποτελεσματικά την ευκαιρία που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ενωση για την επίτευξη αειφόρου ανάπτυξης ώστε να δημιουργηθεί άμεσα η αναγκαία τεχνογνωσία σε όλες τις βαθμίδες της διοίκησης.
Η κυβέρνηση έχει να παίξει έναν πολυτιμότατο ρόλο προσθέτοντας στο ελληνικό οικονομικό σχέδιο μια σαφή διατύπωση της ανάγκης διαμορφώσεως περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα ισορροπεί περιβάλλον και τουρισμό. Ως προς τον τουρισμό, η κυβέρνηση θα πρέπει να εστιάσει στη βιώσιμη ανάπτυξη έτσι ώστε να μπορέσουμε να κληροδοτήσουμε μια χώρα την οποία δεν θα έχουν αποψιλώσει ασυντόνιστες επενδυτικές πρωτοβουλίες. Η πρόκληση για τη δημόσια διοίκηση είναι μεγάλη, αλλά μεγάλο είναι και το διακύβευμα.
Ακολουθεί η επιστολή.