Η Μαρία Τσακωνιάτη κάνει μία βόλτα έως το λιμάνι της Νάξου… Εχει στείλει βέβαια το σχετικό μήνυμα και μας μεταφέρει τα συναισθήματα που της γεννήθηκαν από το έρημο, σιωπηλό λιμάνι του νησιού… (video)
Από μικρό παιδί θυμάμαι, μόλις αχνοφαινόταν το πλοίο της γραμμής να παίρνω το ποδήλατό μου και να πηγαίνω στο λιμάνι. Στεκόμουν εκεί στην άκρη του καφενέ και παρατηρούσα τον κόσμο.
Όσο πλησίαζε το πλοίο, το έρημο λιμάνι μας αποκτούσε ζωή.Σαν να ήταν έτσι από πάντα. Γέμιζε ανθρώπους που περίμεναν, ανθρώπους που έφευγαν, ανθρώπους που επέστρεφαν.
Έβλεπα χαμόγελα, ανοιχτές αγκαλιές και δακρυσμένα μάτια.Έβλεπα κάποιους να φεύγουν με με την ψυχή και την αγκαλιά τους γεμάτη, έβλεπα κάποιους ν’ αποχωρούν με τους ώμους να γέρνουν από το βάρος του αποχωρισμού.
Ποτέ δεν έφευγα πριν το πλοίο γίνει και πάλι μία κουκκίδα στον ορίζοντα, πριν το αποχαιρετίσω με την ευχή να πάει στο καλό και να συνεχίσει, σαν τον ομφάλιο λώρο να μας κρατάει ζωντανούς, να μας ενώνει με τον υπόλοιπο κόσμο.
Το λιμάνι μας, απέμενε και πάλι έρημο και βουβό σαν να ήταν έτσι από πάντα. Σαν αυτό που έζησες πριν από λίγο να ήταν ένα όνειρο. Όμως υπήρχε πάντα εκεί στου λιμανιού την άκρη ο καφενές, αυτός “που έχτισε το δάκρυ αυτών που μένουνε και περιμένουνε”.
Αυτός που τόσο υπέροχα χώρεσε σ’ ένα τραγούδι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, αυτός που τόσο μελωδικά έντυσε ο Μάνος Λοΐζος…
Σ’ αυτό τον καφενέ εμείς οι νησιώτες ακουμπάμε, πριν υποδεχτούμε τους αγαπημένους με χαρά, πριν τους αποχαιρετίσουμε με βαθιά λύπη…
Αυτός ο καφενές είναι όλα μας τα παιδικά χρόνια, οι πιο τρυφερές, οι πιο δύσκολες, οι πιο ανεξίτηλες εικόνες της ζωής μας…
Κείμενο – Φωτογραφία: Μαρία Τσακωνιάτη