Σαν σήμερα πέθανε ο Βασίλης Λογοθετίδης, ένας εκ των κορυφαίων στο χώρο της κωμωδίας – Τί είχε πει γι αυτόν ο Δημήτρης Χορν – Στην κηδεία του τον αποχαιρέτησαν 50.000 άνθρωποι
Στις 20 Φεβρουαρίου 1960, σε ηλικία μόλις 62 ετών, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του «βασιλιά» της κωμωδίας. Του ανθρώπου που χάρισε απλόχερα το γέλιο σε εκατομμύρια συμπατριώτες του. Ο Αμερικανός αρθρογράφος, Νάθαν Τζορτζ, είπε κάποτε πως «το σημάδι ενός καλού κωμικού είναι αν γελάς μαζί του, προτού ανοίξει το στόμα του». Πόσο γάντι ταιριάζει το παραπάνω στον Βασίλη Λογοθετίδη. Τον άνθρωπο που ενσάρκωνε τον Έλληνα στην καθημερινότητά του.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Φιλήσυχος, οικογενειάρχης, καταφερτζής, συναισθηματικός, ευκολόπιστος, ερωτύλος μα συνάμα και μοναχικός. Αποτέλεσε καλλιτεχνικό ζευγάρι όπως και ζευγάρι στη ζωή με την επίσης ηθοποιό, Ίλια Λιβυκού. Ο Βασίλης Λογοθετίδης υπήρξε κατ’ εξοχήν θεατρικός ηθοποιός. Πάνω από 300 ήταν τα έργα που συμμετείχε. Απ’ αυτά, τα 200 περίπου προέρχονταν από τους σπουδαίους παγκόσμιους συγγραφείς. Στα ελληνικά έργα του ερμήνευσε επίσης όλους τους σημαντικούς ανθρώπους μας (Ψαθάς, Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Ρούσος, Μελλάς), με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, στον ελληνικό κινηματογράφο η παρουσία του ήταν φτωχή. Μόλις 12 οι ταινίες στις οποίες έλαβε μέρος. Λίγες, ασφαλώς. Φρόντισε, όμως, να αποζημιώσει τους κινηματογραφόφιλους με το πηγαίο, αστείρευτο ταλέντο του.
Το 1948 γυρίστηκε το έργο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Ο Εμφύλιος φτάνει στο τέλος του. Η χώρα, βαθύτατα διαιρεμένη, μαζεύει τα συντρίμμια της. Ο κυρ Θόδωρος του έργου περνάει δύσκολα. Φιλήσυχος. Άνθρωπος ο οποίος δεν ανακατεύεται. Ζει Κατοχή και Εμφύλιο. Αδυνατεί να εξηγήσει όλα αυτά που συμβαίνουν μετά την αποχώρηση των κατακτητών.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο διάλογος με τον αριστερό πατριώτη (Μίμη Φωτόπουλο), σε μια κλινική για τρελούς:
-Η οργανωμένη διεθνής μπουρζουαζία παίζει το τελευταίο χαρτί στον αγώνα ενάντια στη μεστωμένη πια θέληση της συνειδητής μάζας. Στη μεστωμένη πια θέληση, είπα, της συνειδητής μάζας.
-Γιατρέ μου, ψάξε τα χαρτιά σου. Δεν μου φαίνεται καλά ο πατριώτης. Εγώ θέλω τον άλλον. Τα ‘λεγε καλύτερα.
Με την απελευθέρωση, η κόρη του, αρραβωνιασμένη με Άγγλο στρατιώτη, θα… λυτρωθεί, καθώς ετοιμάζεται να φύγει από τη χώρα. Ο διάλογος χαρακτηριστικός:
-Κυρ Θόδωρε, ο Εγγλέζος φίλησε την κόρη σου!
-Και τι ήθελες να της κάνει; Να της στραμπουλήξει το χέρι; Αρραβωνιαστικός της είναι!
Οι ατάκες του χαρακτηριστικές. Αποτέλεσαν σχολή για τον τρόπο ερμηνείας των διαλόγων. Μερικές απ’ αυτές:
-Γι’ αυτό βάζουν τους διακόπτες δίπλα στις πόρτες, Βέτα μου. Μπαίνεις, χραπ. Βγαίνεις, χραπ. Γι’ αυτό έρχεται στο τέλος του μήνα ο λογαριασμός και δεν ξέρουμε πού κάψαμε το φως. Στο γάμο του Καραγκιόζη το κάψαμε το φως.
Από την ίδια ταινία:
-Τσίριο.
-Μανώλης.
-Τσίριο.
-Μανώλης. Από την Κρήτη θα ‘ναι. Τσίριο. Μανώλης.
«Ένα βότσαλο στη λίμνη», 1952
-Ήρθα να σας παρακαλέσω να μας κάνετε ένα μικρό δάνειο.
-Εσείς, κύριε Φραγκή, είστε εκτός τόπου και χρόνου. Η κρίση, κύριε Φραγκή, έχει φτάσει στο απροχώρητο.
-Πότε έγινε αυτό; Σήμερα;
-Εγώ ξέρω με τι θυσίες κρατάω αυτό το μαγαζί ανοιχτό.
-Κύριε, Παναγάκο, αφού είναι δύσκολο αυτό το δάνειο, τότε εκείνη την αυξησούλα που λέγαμε.
-Αύξηση; Εδώ, κύριε Φραγκή, ετοιμάζουμε μειώσεις. Ναι, μειώσεις.
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Ου ε λε πατρόν;
-Ορίστε;
-Λε πατρόν. Ου ε λε πατρόν;
-Πατρών; Η ταχεία των Πατρών;
-Σι, σι…
-Εγώ; Τι δουλειά έχω εγώ με την ταχεία των Πατρών;
-Νο καπίσι; Νο καταλαβαίνει;
-Μουά, κοπέλα μου, σκοτούρ… Φορτούν…
-Σκοτούρ; Φορτούν;
-Σκοτούρ καφκάλ! Ανακοτοσίρ!
-Νο καταλαβαίνει!
-Εεε… Νο καταλαβαίνει εσύ, νο καταλαβαίνει εγώ, τι καθόμαστε, ρε πουλάκι μου, τόσην ώρα; Άστο να πάει στο διάβολο!
«Σάντα Τσικίτα», 1953
–Πόσων ετών να βάλουμε;
-Γιατί, είναι ανάγκη να βάλουμε ετών;
-Βέβαια, απαραίτητο, βρε Τηλέμαχε.
-Δεν μου λες; Συνδυασμός χωράει;
-Τι συνδυασμός;
-Να πούμε, δεσποινίς τριάκοντα ετών και 750 μηνών.
-Έλα, μωρέ τώρα, σαχλαμάρες.
-Εσύ τι λες; Πόσο σηκώνει;
-Να σου πω. Τα 40 χτυπάνε άσχημα.
-Πα, πα. Τι λες τώρα;
-Να βάλω 39;
-Όχι. Λίγο το 39, Σταμάτη μου.
-Να βάλω 39μισό;
-Αυτό πάλι είναι σαν πυρετός…
«Δεσποινίς ετών 39», 1954
-Θεσσαλονίκη είν’ αυτή. Μεγάλη πόλις, συμπρωτεύουσα. Κόσμος πάει, έρχεται.
Μπορεί να με καλέσουν σε κανένα τραπέζι ο νομάρχης, ο δήμαρχος, να μην έχω ένα επίσημο κοστούμι μαζί μου;
Ξανά από την ίδια ταινία;
-Βάλε μου και το σπορ… Θεσσαλονίκη, επαρχία είναι. Θάλασσα, βουνό, λαγκάδια. Μπορεί να με καλέσει ο νομάρχης, ο δήμαρχος: «Κύριε Λαλάκη, δεν έρχεστε να πάμε μια εκδρομούλα ίσαμε την Αρεστού, το Καραμπουρνάκι;».
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Για κοίτα με στα μάτια, Λαλάκη!
-Άντε πάλι στα μάτια… Ορίστε, σε κοιτάω. Ναι, αλλά κοίτα-κοίτα, θα αλληθωρίσω καμιά ώρα.
Από την ίδια ταινία:
Σκηνή με την ερωμένη του:
-Λολότα, εσύ είσαι μπισκοτάκι μου;
Άλλη πάλι σκηνή:
-Λαλάκη, πιάσ’ τα χέρια μου…
-Άντε, ρε Λολότα. Πες, «πιάσε τα χέρια μου, είναι κρύα» Τι μου τα δίνεις και τα κρατάω σαν μπακαλιαράκια;
Από την ίδια ταινία:
-Αχ!
-Τι είναι, αγάπη μου.
-Ένα ρίγος.
-Αχ, αχ!
-Δύο ρίγη!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Υπάρχει κανένα ξενοδοχείο, εδώ πέρα, κύριε, καθαρό;
-Δυστυχώς…
-Ακάθαρτο;
-Δεν έχει ξενοδοχείο…
-Εμ, τότε, τι κόμβος είναι; Έχω δει κι άλλους κόμβους, κύριε σταθμάρχα, αλλά σαν τον δικό σου τον κόμβο δεν έχω ξαναδεί…
«Ούτε γάτα ούτε ζημιά», 1955
-Η κουμπάρα σου, Πότη μου, μου τα φοράει.
-Τι;
-Την έπιασα επ’ αυτοφώρω, Πότη.
-Τη γυναίκα σου; Τι λες, μωρέ; Αμάν… Γεγονός;
-Τετελεσμένο.
-Και πού ετετελέσθη;
-Σε γκαρσονιέρα.
-Σε γκαρσονιέρα; Άι στο διάολο. Δεν ντράπηκε λιγάκι να πάει σε γκαρσονιέρα; Σαν να μην έχει σπίτι, δηλαδή; Θέλεις ένα γλυκάκι;
-Τι να γλυκάνω, Πότη μου.
-Έλα, ντε; Σάμπως εσένα γλύκανε. Τον άλλον γλύκανε…
«Ο ζηλιαρόγατος», 1956
Ο μεσόκοπος βιομήχανος ετοιμάζεται να παντρευτεί και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
-Συγκρατήσου, Αντώνη, είναι κοπέλα.
-Και τι θα πάρω; Λοστρόμο.
«Δελησταύρου και υιός», 1957
Ο Δημήτρης Χορν είπε για τον ανεπανάληπτο κωμικό μας: «Αν δεν υπήρχε το εμπόδιο της γλώσσας, θα είχε αναγνωριστεί, σε όλο τον πλανήτη, ως ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της εποχής μας». Ο «βασιλιάς», όμως, δεν υπήρξε αποδεκτός μόνο από τους συναδέλφους του. Αγαπήθηκε παράφορα και από το κοινό. Η κηδεία του εξελίχθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, καθώς 50.000 Αθηναίοι τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο. Γιατί ήταν ένας, αξεπέραστος, μοναδικός. Γιατί ήταν ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΓΟΘΕΤΙΔΗΣ…