Ορέστης Μακρής… Ενας εκ των κορυφαίων ηθοποιών στην ιστορία του κινηματογράφου, αν και τενόρος ποτέ δεν τραγούδησε στη σκηνή ενώ αν και … μειθύστακας δεν ήπιε ποτέ ούτε γουλιά αλκοόλ…
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1898, στη Χαλκίδα, είδε το πρώτο φως του ήλιου ο σπουδαίος ηθοποιός μας. Ξεκίνησε ως τενόρος, μέχρι να καταλήξει στο θέατρο και μετέπειτα στον κινηματογράφο. Η ενασχόλησή του όμως μ’ αυτά είχε μια δόση τύχης. Ως τενόρος, σε ένα διάλειμμα, έκανε γκριμάτσες και μιμήσεις προκειμένου να διασκεδάσει τους συναδέλφους του. Εκεί τον είδε ο Αιμίλιος Βεάκης να υποδύεται ένα μεθυσμένο και του είπε: «Μην το συζητάς καθόλου. Θα βγεις στην επιθεώρηση και θα σαρώσεις. Είσαι γεννημένος γι’ αυτό το πράγμα».
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο Ορέστης Μακρής ξεχώρισε μέσα από κωμικούς ρόλους, ερμηνεύοντας τον λαϊκό άνθρωπο, τον καθηγητή γυμναστικής, το στρατιωτικό, τον αμαξά, το σπιτονοικοκύρη, τον πατέρα ανύπαντρων κοριτσιών. Απέδιδε με υπέροχο τρόπο όλους αυτούς τους τύπους, οι οποίοι είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Οι ηθικοί κανόνες ήταν απαράβατοι. Σχεδόν άτεγκτος στις αξίες της εποχής, ανέδειξε τον αυστηρό, συντηρητικών αρχών, μα συνάμα ευαίσθητο και καλοσυνάτο χαρακτήρα, ο οποίος δεν έκανε πίσω στα «πιστεύω» του, μέχρι να πειστεί από τα γεγονότα και να… μαλακώσει. Ακόμη και στην «Κάλπικη λίρα», που ερμηνεύει έναν περίεργο, ιδιόρρυθμο ιδιοκτήτη, σκληρό σε ό,τι αφορά στους νοικάρηδές του, βγάζει στην επιφάνεια τα στοιχεία ενός πραγματικού ανθρώπου, ο οποίος καταλήγει γλυκύτατος στο τέλος, εμφανώς επηρεασμένος από το δράμα μιας μικρής ορφανής. Ωστόσο, με την απόδοσή του στον «Μεθύστακα» απέδειξε ότι μπορεί να ερμηνεύσει όλους τους ρόλους, κωμικούς και δραματικούς.
Σ’ αυτό το έργο δίνει ρεσιτάλ, χωρίς να έχει βάλει ποτέ στο στόμα του γουλιά αλκοόλ. Κατάφερε όμως να μας «μεθύσει» με το ακαταμάχητο ταλέντο του. Ο ήρωας του έργου ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο Μακρής παρατηρούσε τις κινήσεις του, προκειμένου να αποδώσει σωστά τον πρωταγωνιστή. «Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», τραγουδούσε ο σπουδαίος ηθοποιός μας, με πολλή άνεση, καθώς ξεκίνησε την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, όπως είπαμε, ως τενόρος. Η ταινία ανέβηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1950 και αποτέλεσε την έναρξη της συνεργασίας με τον Φίνο. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ καλές, παρότι με την πάροδο του χρόνου αναπτύχθηκε ένας αμοιβαίος σεβασμός.
Όμως, στο πρώτο γύρισμά της ο Ορέστης Μακρής δεν θυμόταν τα λόγια του σεναρίου. Τότε, θυμωμένος ο Φίνος, απευθυνόμενος στον Τζαβέλλα, είπε: «Δεν βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι κάφρος; Τι μου τον φέρατε;». Ο Μακρής εξαγριώθηκε, άρπαξε τον Φίνο από το γιακά και του είπε: «Ποιον είπες κάφρο, ρε;». Όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Φίνος, πολλά χρόνια αργότερα, ο Μακρής έκανε έναν περίπατο να ηρεμήσει και όταν επέστρεψε θυμόταν τα λόγια του νεράκι. Έλαβε μέρος σε 35 πάνω-κάτω ταινίες και η παρουσία του υπήρξε καταλυτική. Οι σημαντικότερες ήταν: «Ο μεθύστακας», «Ο γρουσούζης», «Η κάλπικη λίρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κυρά μας η μαμμή», «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Στουρνάρα 288», «Έξω οι κλέφτες», «Ο Αριστείδης και τα κορίτσια του», «Κάθε καημός και δάκρυ».
Οι ατάκες σκόρπαγαν γέλιο, καθώς με τον πλέον ανεπιτήδευτο, φυσικό τρόπο έλεγε εκείνο που θεωρούσε αυτονόητο.
Σκηνή από το λεωφορείο:
-Μη σπρώχνεις, παιδί μου.
-Ο πισινός μου με σπρώχνει, κύριε!
-Τότε να πεις στους πισινούς σου να μη σπρώχνουν, γιατί χάσανε την υπομονή τους οι μπροστινοί τους!
-Μα μήπως φταίνε και αυτοί; Οι πισινοί τους τους σπρώχνουν.
-Τι να σου πω, παιδάκι μου. Εγώ φταίω που κάθομαι και μιλάω με τον πισινό μου!
Επίσης, από την ίδια ταινία, στο λεωφορείο και πάλι:
-Τράβα το καλάμι σου, παιδί μου, μη μου ψαρέψεις κανένα μάτι…
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Ροκ εντ ρολ; Δεν είναι αυτός ο χορός που αρπάζει ο καβαλιέρος την ντάμα και της φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω; Ωραίος χορός. Θα ήθελα και γω πολύ να τον χορέψω. Αλλά μ’ αυτόν που τον εφηύρε. Να τον αρπάξω…
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Καλλιόπη Πάπας. Δηλαδή Παπά λεγόταν, αλλά φαίνεται πως εκεί κάτω όπου βρουν παπά τον κάνουν Πάπα.
Ακόμη από την ίδια ταινία:
-Αφού θες να πεις άλλο, γιατί λες αυτό που λες και δεν λες κατευθείαν το άλλο;
-Θέλω να πω τι σκέφτεσαι για τα κορίτσια μας; Πώς βλέπεις το μέλλον τους;
-Και τι είμαι εγώ για να βλέπω το μέλλον τους, βρε Ευτέρπη; Τσιγγάνα Τουρκογύφτισσα;
«Η θεία απ’ το Σικάγο», 1957.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος με την κυρά μαμμή (Γεωργία Βασιλειάδου)
-Είστε και κτηνίατρος μήπως;
-Έγινα, κυρία μου. Από την πρώτη στιγμή που πάτησα στη Λεστινίτσα κατάλαβα ότι χρειάζεται περισσότερο έναν κτηνίατρο παρά ένα γιατρό.
-Να την έχουμε υπόψη μας την ειδικότητά σας.
-Μερσί. Στη διάθεσή σας όταν αδιαθετήσετε.
Ακόμη από την ίδια ταινία:
-Μπα, έχει και γιο η μαμμή;
-Ναι, ο νεαρός που ήρθε τελευταία.
-Ο φοιτητής Ιατρικής; Δεν το ‘ξερα ότι στο πανεπιστήμιο έβαλαν και έδρα ξεματιάσματος;
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Εγώ ήρθα, γιατί μου είπαν ότι ο κύριος δήμαρχος είναι άρρωστος. Μια όμως και τον ανέλαβε η κυρά μαμμή, από δω, φαίνεται ότι δεν είναι άρρωστος αλλά ετοιμόγεννος. Καλή λευτεριά, κύριε δήμαρχε, και άμα γεννήσετε με το καλό, κρατήστε μου και μένα ένα κουταβάκι…
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Εμένα τον ίδιο με ξεμάτιασε σε πέντε λεπτά.
-Σε είχαν ματιάσει και σένα, κύριε δήμαρχε.
-Βεβαίως και με είχαν ματιάσει!
-Για τους δρόμους που έφτιαξες, φαίνεται…
Τέλος από την ίδια ταινία:
-Στάσου, τι πας να κάνεις, κύριε δήμαρχε… Αν θέλεις να φτύσεις, ορίστε, από δω, στη γιαγιά. Και αν δεν φτάνει το σάλιο σου, να βοηθήσω και γω!».
«Η κυρά μας η μαμμή», 1958.
Ο μεγάλος ηθοποιός μας «ταξίδεψε» στον κόσμο της αιωνιότητας 29 Ιανουαρίου 1975, καθιστώντας τον πολιτισμό μας φτωχότερο. Η ελληνική γη υποδέχτηκε στην αγκαλιά της ένα γνήσιο, ντόμπρο, αυθεντικό παιδί της. Έναν ηθοποιό και άνθρωπο ο οποίος αγαπήθηκε πολύ. Κληροδότησε στους συμπατριώτες του έξοχες κινηματογραφικές ερμηνείες, υπέροχους ρόλους και το κυριότερο, ακόμη και σήμερα οι νεότερες γενιές ξέρουν απέξω όλες τις υπέροχες, λατρεμένες ατάκες του.
Ο Γάλλος συγγραφέας, Ζαν ντε λα Μπριγέρ, έλεγε: «Πρέπει να γελάει κανείς και χωρίς να νιώθει ευτυχισμένος, γιατί αλλιώς μπορεί να πεθάνει χωρίς να έχει γελάσει ποτέ». Πόσο εύστοχο ακούγεται το παραπάνω. Σαν να έχει γραφτεί ειδικά για τον Ορέστη Μακρή. Αυτόν που χωρίς να επιχειρεί κάτι εξεζητημένο, έκανε τους άλλους να γελούν. Ελεύθερα, αβίαστα, με τον δικό του μοναδικό τρόπο…