Η ανακοίνωση που εξέδωσε η Υπουργός Παιδείας με αφορμή την πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Δικαιωμάτων – Κεραμέως “Τροποποίηση των ρυθμίσεων για την απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών”
Με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τον ειδικότερο τρόπο απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ανακοίνωσε ότι δρομολογεί την τροποποίηση των κείμενων ρυθμίσεων (σε συμμόρφωση και με την υπ’ αριθ. 1749/2019 πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας).
«Το υπουργείο θα επεξεργαστεί και θα αντιμετωπίσει, με τρόπο συνεκτικό, όλα τα ζητήματα που εγείρονται από τις πρόσφατες σχετικές αποφάσεις των Δικαστηρίων», δήλωσε σχετικά η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Νίκη Κεραμέως.
«Στο πλαίσιο αυτό, αυτονοήτως θα τροποποιηθούν και οι ρυθμίσεις που αφορούν το πρόγραμμα σπουδών των Θρησκευτικών και τον τρόπο απαλλαγής από το μάθημα, ώστε να είναι απόλυτα συμβατές με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο καθώς και με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», κατέληξε.
Υπενθυμίζεται, ότι χθες, Πέμπτη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε απόφαση, σύμφωνα με την οποία η υποχρέωση αποκάλυψης πεποιθήσεων για την απαλλαγή από τη θρησκευτική εκπαίδευση στο σχολείο είναι αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δικαιώνοντας έτσι τους γονείς Ελλήνων μαθητών που είχαν προσφύγει στο ΕΔΔΑ. Οι προσφεύγοντες είναι πέντε Έλληνες, γονείς και παιδιά που ζουν στα νησιά της Μήλου και της Σίφνου. Οι πρώτοι τρεις προσφεύγοντες είναι ο Πέτρος Παπαγεωργίου, η Αικατερίνη Μπερδέλογλου και η κόρη τους. Η τέταρτη και η πέμπτη είναι η Ροδόπη Αναστασιάδου και η κόρη της.
Σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και άλλα νομοθετικά κείμενα, όπως η εκπαιδευτική νομοθεσία και πολλές υπουργικές αποφάσεις, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές στο δημοτικό και την μέση εκπαίδευση. Τον Ιούλιο του 2017 οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να ακυρώσει δύο υπουργικές αποφάσεις για τη θέσπιση του προγράμματος θρησκευτικής εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2017/18. Την εποχή εκείνη το ένα κορίτσι φοιτούσε στην τρίτη και τελευταία τάξη του Γυμνασίου Μήλου, ενώ το δεύτερο κορίτσι βρισκόταν στην τέταρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου Σίφνου. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν την εξέταση της υπόθεσής τους με διαδικασία επείγοντος πριν από την έναρξη του νέου σχολικού έτους, αλλά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους, κρίνοντάς τα ως μικρής σημασίας. Ομοίως το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε τελικά επί της υποθέσεως, καθώς η διαδικασία ακρόασης πήρε αναβολή για τον Σεπτέμβρη του 2018, οπότε και το σχολικό έτος είχε ήδη τελειώσει.
Η προσφυγή
Στις προσφυγές τους προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες ανέπτυξαν το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο η διαδικασία απαλλαγής από το νόμο για τα θρησκευτικά μαθήματα ήταν αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι αιτουντες γονείς προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καθώς αν ήθελαν να απαλλάξουν τις κόρες τους θα έπρεπε θα έπρεπε να δηλώσουν πως δεν ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Επιπλέον στην προσφυγή τους σημειώνουν πως ο διευθυντής του σχολείου έπρεπε να επαληθεύσει εάν οι δηλώσεις τους ήταν αληθείς, και επιπλέον αυτές οι δηλώσεις κρατούνταν στα σχολικά αρχεία. Η καταγγελία τους βασίστηκε στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί ελευθερίας σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, αλλά και στο άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθμ.1 περί του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Οι προσφυγές υποβλήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 5 και 8 Ιανουαρίου του 2018, αντίστοιχα.
Η απόφαση
Στην απόφασή του το δικαστήριο αναφέρει πως εξέτασε τις προσφυγές βάσει του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αριθμ 1. της Σύμβασης, η οποία δίνει το δικαίωμα στους γονείς να αξιώνουν σεβασμό από το κράτος για τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις στη διδασκαλία της θρησκείας. Η παραπομπή σε αυτή τη διάταξη έγινε στο πλαίσιο του άρθρου 9 της Σύμβασης, το οποίο εγγυάται στους μαθητές το δικαίωμα να πιστεύουν ή όχι σε κάποιο θρήσκευμα. Βάσει των παραπάνω, πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε πως το κύριο ζήτημα ήταν πως αν οι αιτούντες γονείς ήθελαν να απαλλαχθούν τα παιδιά τους από το μάθημα των θρησκευτικών, τότε ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα κατάθεταν εγγράφως πως τα παιδιά τους δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, μέσω μιας διαδικασίας, οι προϋποθέσεις της οποίας θίγουν βασικά δικαιώματα, καθώς αποκαλύπτονται θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Από τη δήλωσή τους θα μπορούσε να συναχθεί η θρησκευτική πίστη, τόσο των ίδιων, όσο και των παιδιών τους. Διαπιστώθηκε ακόμη πως το ελληνικό σύστημα απαλλαγής από το μάθημα θρησκευτικών εκθέτει ευαίσθητες πτυχές της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και θα μπορούσε να αποτρέψει κάποιον από την υποβολή ενός αιτήματος απαλλαγής. Επιπλέον, το γεγονός πως οι προσφεύγοντες ζούν σε νησιά, όπου το περιβάλλον είναι περισσότερο πιεστικό από τις πόλεις στο να δηλώνουν οι πολίτες την πίστη τους, ενισχύει τον στιγματισμό. Επίσης στους μαθητές δεν προσφέρθηκε κάποιο εναλλακτικό μάθημα με αποτέλεσμα να χάνουν ώρες από τη σχολική φοίτησή τους.
Τονίζοντας πως οι αρχές δεν έχουν σε καμία περίπτωση το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη ιδωτικότητα του ατόμου σε ό,τι αφορά τη συνείδησή του, τη θρησκευτική του πίστη και να το υποχρεώνουν να την αποκαλύψει, το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάζεται το άρθρο 2 του πρωτοκόλλου αριθμ. 1, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 9 της Σύμβασης. Βάσει αυτών καταδίκασε την Ελλάδα και επέβαλε αποζημίωση 8.000 ευρώ στους τρεις πρώτους προσφεύγοντες και το ίδιο ποσό από κοινού στους άλλους δύο. Επιπλέον επιβάλεται η καταβολή 6.566 ευρώ για τις δικαστικές δαπάνες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ