Οι εμπειρίες ενός ανέμελου Αμερικανού ταξιδιώτη στην Ελλάδα, μέσα από την πρώτη του επίσκεψη στη Σαντορίνη, την αναζήτηση μιας μυστικής παραλίας στη Σίφνο και τo ξεφάντωμα σε ένα beach club στην Ίο.
Όταν ταξιδεύετε για καιρό, και δη στην Ελλάδα, κάντε την Τίνα Τέρνερ μούσα σας και «Σπάστε τους κανόνες», όπως προτρέπει η καλλιτέχνις στο ομώνυμο άλμπουμ της. Σε μερικές χώρες, το να αφήνεις τα πράγματα στην τύχη τους δεν είναι σοφό. Εδώ όμως, ειλικρινά, το να μην αφεθείς εκτός σχεδίου είναι μάλλον αφελές.
Του ANTHONY GRANT (Καθημερινή)
Ειδικά αν είναι καλοκαίρι, τότε που οι ελληνικές θάλασσες σε υποδέχονται θερμά και σου χαϊδεύουν ύπουλα εκείνα τα επικίνδυνα κουμπιά – ξέρεις, αυτά που σου ψιθυρίζουν να χάσεις την πτήση σου και να μείνεις άλλη μία εβδομάδα, να τραγανίσεις λίγη ακόμα άμμο ανάμεσα στα δόντια σου σε μια καινούργια παραλία ή να στρίψεις αριστερά σε εκείνο το λευκό μονοπάτι της Λίνδου ή της Νάουσας, έτσι απλώς για να δεις τι θα συμβεί. Στο κάτω κάτω, αν οι γάτες, οι κατεξοχήν βασίλισσες της ανυπακοής, μπορούν να τεμπελιάζουν κάτω από ροζ μπουκαμβίλιες που θροΐζουν ανέμελα, γιατί όχι κι εσύ;
Όπως πολλές μεσογειακές χώρες, η Ελλάδα εκπέμπει μια αισθησιακή γοητεία, ικανή να ξυπνήσει στους επισκέπτες λάγνες διαθέσεις. Αν στην εποχή των Google Flights, του GPS και των διαδικτυακών ειδυλλίων, η λέξη «αποπλάνηση» σας ακούγεται παρωχημένη, θυμηθείτε το «Sea, Sex & Sun», το τραγούδι-φόρο τιμής του Σερζ Γκενσμπούρ στην καλοκαιρινή σαγήνη της Μεσογείου. Είναι ακόμη επίκαιρο, και ακόμη τολμηρό, μια και ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα καταφύγουν στα Μάλια ή στη Μύκονο προς άγραν πνευματικών απολαύσεων. Με όλο μου τον σεβασμό στη θεά Αφροδίτη, μια απόδραση από την πραγματικότητα κάτω από τον ελληνικό ήλιο μπορεί να σας οδηγήσει σε καταστάσεις πολύ πιο ενδιαφέρουσες από ένα απλό καλοκαιρινό φλερτ. Και σε αυτό το ταξίδι δεν θα βρείτε καλύτερους συνοδοιπόρους από την καλή σας τύχη και τα 6.000 νησιά, που αποδεικνύουν περίτρανα πως δεν υπάρχει καλοκαίρι σαν το ελληνικό…
«Εκεί» στη Σαντορίνη
Πριν από την έλευση των online ταξιδιωτικών (εισ)πρακτόρων, αν δεν είχες κλείσει δωμάτιο από το τηλέφωνο, απλώς εμφανιζόσουν σε μια παραλία και άφηνες την τύχη να σου βρει ένα αξιοπρεπές μέρος να μείνεις. Στο πρώτο μου ταξίδι στη Σαντορίνη, ακολουθώντας πιστά τις συμβουλές του ταξιδιωτικού οδηγού, καταλήξαμε με τον αδελφό μου σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο με ερεβώδες μεσαιωνικό μπουντρούμι παρά με «χαριτωμένο υπόσκαφο ξενοδοχείο». Πήραμε τα πράγματά μας και ξεχυθήκαμε στα φιδωτά μονοπάτια των Φηρών. Τρυπώσαμε σε ένα δισκάδικο. Το τραγούδι που έπαιζε εκείνη τη στιγμή με συνεπήρε. Αναρωτήθηκα ποια τραγουδάει, και ο ιδιοκτήτης μού σύστησε την «Άννα Βίσση»! Έχω πια όλη της τη δισκογραφία, αν και το «Εκεί», που άκουσα να παίζει τότε, θα έχει πάντα ιδιαίτερη σημασία για μένα.
Σταματώντας για παγωτό, συναντήσαμε ένα ζευγάρι που έμενε στην Οία και τυχαίνει να ζει στη Βιρτζίνια, στην ίδια πολυκατοικία με τον αδελφό μου. Τους ακολουθήσαμε πίσω στο ξενοδοχείο τους και πιάσαμε το τελευταίο δωμάτιο που υπήρχε διαθέσιμο. Ο αδελφός μου απαθανάτισε ένα κυκλαδίτικο ηλιοβασίλεμα που σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, κρέμεται ακόμη σε ένα κάδρο πάνω από το γραφείο του. Κάθε πρωί, με το που φτάνει στη δουλειά, η μέρα του αρχίζει με εκείνον τον συγκλονιστικό ήλιο της Σαντορίνης.
«Άγνωστος δρόμος, Σίφνος»
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ
Μια φορά κι έναν καλό καιρό, βρέθηκα να αναζητώ μια απόμερη παραλία της Σίφνου. Σε αυτό το νησί, που δεν φείδεται γοητείας ούτε γαστρονομικού ενδιαφέροντος, αλλά που δεν ξέρει να κρατά μυστικά. Ή μήπως ξέρει;
Kάποιος μου είχε πει για μια παραλία ονόματι Βρουλίδια, καλά κρυμμένη πίσω από τις Καμάρες. Βάλθηκα να τη βρω. Τον δρόμο προς τα Βρουλίδια συνέθεταν δεκάδες κλειστές στροφές, που έμοιαζαν να μην έχουν τέλος έτσι όπως ξάπλωναν η μία πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας κάτι που θύμιζε περίτεχνη διακόσμηση πάνω σε γαμήλια τούρτα των Καρντάσιανς. Δύο ελαφρά ντυμένες γυναίκες προπορεύονταν, περπατώντας αργά κάτω από τον καυτό ήλιο. Ο δρόμος ξαφνικά γινόταν χωματόδρομος και τόσο απότομος, που νόμιζες ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να χωριστεί από το βουνό. Η θέα της θάλασσας έκοβε την ανάσα. Οδήγησα μέχρι ένα σημείο και μετά, αναγκαστικά, άφησα το αμάξι για να συνεχίσω πεζή την κατάβαση προς την κρυφή παραλία.
Είχε αρκετό αέρα για να μπω στη θάλασσα, κι έτσι παρήγγειλα μια λεμονάδα από τη μοναδική παραθαλάσσια ταβέρνα που, σύμφωνα με το Google Maps, βρισκόταν στη διεύθυνση «Άγνωστος δρόμος, Σίφνος». (Τέλεια!) Ύστερα από λίγο εμφανίστηκαν οι δύο γυναίκες που είχα δει νωρίτερα: η μία ήταν Γερμανίδα, η άλλη Αυστριακή. Με εμάς τους τρεις θα μπορούσε κανείς να γυρίσει επιτόπου μια ταινία με τίτλο «Ανεπανάληπτη ασπρίλα». Δεν υπήρχε κανείς άλλος στην παραλία, οπότε δεν μας πήρε πολλή ώρα μέχρι να αρχίσουμε να ανταλλάσσουμε ταξιδιωτικές συμβουλές, να αστειευόμαστε και να βουτάμε όλοι μαζί από έναν αυτοσχέδιο μόλο βαθιά μέσα στα φωτεινά νερά. Δίχως να σταματήσουμε, φυσικά, να παραγγέλνουμε σπιτικούς μεζέδες από την ταβέρνα. Ήταν όλα τόσο υπέροχα, και ο ιδιοκτήτης τόσο φιλόξενος και χαμογελαστός, που αποφασίσαμε να παρατείνουμε την απρόσμενη ευτυχία μας μένοντας εκεί και για το δείπνο. Με το κύμα να σκάει στα πόδια μας, μοιραστήκαμε ένα ολόφρεσκο ψάρι στα κάρβουνα –ίσως το καλύτερο ψάρι που έχω δοκιμάσει ποτέ– και κάτι που πιθανότατα δεν θα παράγγελνα ποτέ μόνος μου. Παρεμπιπτόντως, δεν ξέρετε τι γεύση έχει η κάππαρη αν δεν την έχετε γευτεί στη Σίφνο. Το εορταστικό μας κοκτέιλ είχε τη μορφή σελήνης που ανέτειλε σε έναν ουρανό τόσο μοβ, που ένιωθες ότι βάφτηκε έτσι για να σου κάνει πλάκα. Ενώ οδηγούσα τις καινούργιες μου φίλες πίσω στις Καμάρες, κανείς μας δεν ρώτησε –ούτε καν σκέφτηκε να ρωτήσει– τι ώρα ήταν.
Απρόσμενη Ίος
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ
Ερχόταν από τη Σαντορίνη, όπως κάθε εποχική αεροσυνοδός της Air France που σέβεται τον εαυτό της. Το ίδιο κι εγώ, αλλά για τη Σαντρίν ήταν η πρώτη της φορά στην Ίο, ενώ για μένα η δεύτερη. Την είχα δει να δίνει μάχη με μια σπασμένη βαλίτσα μέσα στο σκοτάδι, καθώς αποβιβαζόμασταν από το φεριμπότ, και προσφέρθηκα να βάλω ένα χεράκι. Δεν ήξερε πώς να φτάσει στο ξενοδοχείο της, κι έτσι την προσκάλεσα να έρθει μέχρι το δικό μου, του οποίου ο ιδιοκτήτης ήταν φίλος και ήξερα ότι θα την κατηύθυνε σωστά. Πριν ακόμα φτάσουμε εκεί, η Σαντρίν κι εγώ δίναμε ραντεβού για πρωινό.
Όμως, το επόμενο πρωί εγώ παρακοιμήθηκα και η Σαντρίν έφυγε για το Μαγγανάρι, μια πανέμορφη παραλία εκεί κοντά. Το ραντεβού για πρωινό έγινε ραντεβού για δείπνο. Ταιριάξαμε αμέσως, μιας και έχω πολλούς στενούς φίλους αεροσυνοδούς: νομάδες του ουρανού, όπως μου αρέσει να τους λέω, ή αλλιώς το πιο σύγχρονο είδος νεραϊδόπαιδων. Όπως κι εγώ, η Σαντρίν έκρυβε μέσα της ένα άγριο παιδί, που πετούσε κυριολεκτικά στα σύννεφα, πατώντας καθημερινά κάτω τους κανόνες αυτού του κόσμου, έναν σε κάθε απογείωση. Μέσα σε δύο μέρες είχαμε γίνει αχώριστοι.
Το επόμενο απόγευμα μου έστειλε οδηγίες για να τη βρω σε ένα beach club ονόματι Erego. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο και πιθανότατα δεν θα είχα το θάρρος να πάω εκεί μόνος μου: με μοντέρνα αισθητική και αιγαιοπελαγίτικα ηλιοβασιλέματα, άρτια ενορχηστρωμένα από τον DJ, θα έπρεπε να μην είχα πιει ούτε σταγόνα αλκοόλ προκειμένου να σας μεταφέρω πιστά τις λεπτομέρειες και την ατμόσφαιρα.
Η Σαντρίν είναι το είδος της γυναίκας που τηλεφωνεί ξαφνικά στη μέση της νύχτας για να σου πει «Είμαι καθ’ οδόν για Σιγκαπούρη, θα έρθεις να με βρεις;». Κι όταν συνειδητοποιώ πως οποιαδήποτε απόπειρα αντίστασης είναι απλώς μάταιη, παίρνω βαθιά ανάσα, ρίχνω το φταίξιμο στην Ίο και ενδίδω…