Στον Πολιτιστικό Χώρο «Καμίνι» στο Γαλάτσι από χθες Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου και έως την Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου, ο Συνεταιρισμός Γυναικών Απεράθου (Νάξος) πραγματοποιεί έκθεση με υφαντά και πλεκτά χριστουγεννιάτικα στολίδια – Ωρες λειτουργίας και η άποψη του καθηγητή Δημήτρη Οικονομίδη από το …παρελθόν (δείτε φωτό από την έκθεση)
«Απεραθίτικα φαντά,
φάδια, διασίδια και πλεκτά
φτάσανε στο ΚΑΜΙΝΙ
κι όλους σας ανεμένουνε
να ‘ρθετε να τα πάρετε…
Κανένα να μη μείνει!
Παράδοση χιλιώ χρονώ
θένε να συνεχίσουνε.
Είν’ όλα ένα κι ένα!
κι έρχουνται να στολίσουνε
μ’ αγάπη και με ομορφκιά
σπίθια δικά και ξένα …»
Αυτό ουσιαστικά διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Μάνου Ελευθερίου, απεραθίτη αντιδημάρχου στο Δήμο Γαλατσίου που πολύ απλά λατρεύει να αναδεικνύει κάθε τι που έχει σχέση με τη Νάξο.. Και όταν δέχτηκε την πρόταση του Συλλόγου Γυναικών Απεράθου , δεν μπορούσε να πει όχι.. Κι έτσι στον Πολιτιστικό Χώρο «Καμίνι» του Δήμου Γαλατσίου, φιλοξενείται από χθες (και έως τη Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου) η έκθεση υφαντών και πλεκτών χριστουγεννιάτικων στολιδιών από το Σύλλογο Γυναικών Απεράθου..
Τι αναφέρει η πρόσκληση; Ο Συνεταιρισμός Γυναικών Απεράθου σας προσκαλεί στην έκθεση με υφαντά και πλεκτά χριστουγεννιάτικα στολίδια, που διοργανώνει σε συνεργασία με τον Απεραθίτικο Σύλλογο και τον Δήμο Γαλατσίου.
Πολιτιστικός Χώρος “ΚΑΜΙΝΙ”
Καραϊσκάκη 13, Γαλάτσι
Δευτέρα 17.12.2018 έως Παρασκευή 21.12.2018
10:00 – 14:00 και 17:00 – 21:00»
Η λαϊκή τέχνη των υφαντών
Εμείς πάντως ταξιδεύουμε στο παρελθόν.. Εκεί όπου ο καθηγητής Δημήτρης Οικονομίδης του Πανεπιστημίου Αθηνών μέσα από το βιβλίο του Η λαϊκή τέχνη στη Νάξο» μας γνωρίζει την τέχνη των υφαντών στην Απείρανθο… Και στην σελίδες 6 – 7 και στο κεφάλαιο «Παράδοση και Τέχνη» (σ.σ. το βιβλίο κυκλοφόρησε Μάϊο – Ιούνιο 1997) αναφέρει: « Ο ερευνητής της υφαντικής και κεντητικής πώς θα μπορέσει να επιτύχει μόνο με γραμματικά ή γραμματειακά (φιλολογικά) ή άλλα πνευματικά εφόδια; Για τούτο στον τομέα τούτο αναδεικνύνονται συνήθως γυναίκες. Σε γυναίκες λαογράφους η υφαντική και κεντητική είναι προσιτώτερες. Ας σκεφθούμε μια γυναίκα που σε μικρή ηλικία μάθαινε να υφαίνει και να κεντά, κι έπειτα να σπουδάσει φιλολογία και να εξειδικευθεί στη λαογραφική έρευνα της υφαντικής και του κεντήματος. Αν ξεκινούσε από τον αργαλειό (κρεββαταριά τον λέμε στη Νάξο) κι εσπούδαζε και εξειδικευόταν στην έρευνα του τομέα αυτού της λαϊκής τέχνης, αναλογιζόμαστε ποιο και πόσο θά ‘ταν το επίτευγμα και το κέρδος της επιστήμης; Στο σημαντικό είδος των κοσμημάτων της φορεσιάς είναι μπορετό να γίνει σωστή έρευνα χωρίς τη στοιχειώδη γνώση της αρχυροχοϊκής και χρυσοχοϊκής τέχνης;
Αυτά τα λίγα παραδείγματα αρκούν θαρρώ για να φανεί πού προπαντός οφείλεται η καθυστέρηση της μελέτης της λαϊκής τέχνης, όταν ο μελετητής δεν ικανοποιείται μόνο με περιγραφική, γλωσσική, ιστορική ή άλλη εξέταση. Δεν πρέπει όμως νά ’ναι κανείς υπερβολικός και νά ‘χει αντίρρηση ότι, παρ’ όλες τις αποκτήσεις της επιστήμης για την προπαρασκευή του ερευνητή, ευπρόσδεκτη και απαραίτητη χρειάζεται νά ‘ναι η γλωσσική αντιγραφή και ακριβής η περιγραφή των οργάνων που μεταχειρίζεται για τη δουλειά η υφάντρα, η κεντήστρα, ο χτίστης (οικοδόμος), ο ζωγράφος, ο αργυροχόος, ο χρυσοχόος, ο λιθογλύπτης, ο αγγειοπλάστης, ο καλαθοπλέκτης, ο ξυλογλύπτης κ.ά. Χρησιμότατη η με σχέδια και φωτογραφίες παράσταση των έργων τους, ο τοπικός και χρονικός προσδιορισμός, η ανάπτυξη του περιεχομένου (ουσίας) και μορφής των έργων, οι βιογραφίες των τεχνιτών απαραίτητες, η σύγκριση με έργα της βιομηχανίας αντίστοιχα κ.ά.
Πλούσιο υλικό για μελέτη παρουσιάζουν όλα τα είδη της λαϊκής τέχνης στη Νάξο. Δεν είναι μόνο το λαϊκό χωρικό σπίτι με το εσωτερικό του, τα έπιπλα και τα σκεύη και ο εξωτερικός του περίγυρος, αλλά και τα παλιά αρχοντικά. Ακόμη και οι εκκλησίες των ορθοδόξων και των καθολικών. Θυμούμαι όσα έλεγε σχετικά παλαιότερα ο Ολλανδός φίλος ερευνητής N. Slot: ”Κάποιες φορές μάλλον γοτθικές, πάντοτε κατά το μάλλον και ήττον βυζαντινές, πολλές φορές μπαρόκ, αλλά πάντοτε μοναδικές. Ετσι είναι οι εκκλησίες της Νάξου. Η αρχιτεκτονική είναι ενίοτε ωραία και υπάρχουν κάποιες ζωγραφιές που δεν βρίσκουν τις όμοιές των στην Ελλάδα”.
Στα χωριά Απείρανθο, Μονή, Μονοίτσια, Κινίδαρο, Βόθροι, Κωμιακή, σχεδόν κάθε σπίτι είχε παλαιότερα την κρεββαταριά του. Κάθε νοικοκυρά ύφαινε ό,τι ρούχο χρειαζόταν η οικογένεια. Σήμερα, με την τόσο εύκολη απόκτηση των έτοιμων της βιομηχανίας προϊόντων, η υφαντική περιωρίσθηκε κυρίως στην εξυπηρέτηση διακοσμητικών αναγκών του σπιτιού. Στην ιδιαίτερη γενέτειρά μου, την Απείρανθο, σε πολλά ακόμη σπίτια υπάρχει η κρεββαταριά και τα κορίτσια από μικρή ηλικία, με την καθοδήγηση της μάνας, της μεγαλύτερης αδερφής, της γιαγιάς (λαλάς) μαθαίνουν να υφαίνουν χράμια, τραπεζομάντηλα, ντιβανοσκεπάσματα, κουρτίνες, μαξελλαροθήκες, πετσέτες, πεσκίρια. Στην αρχή μαθαίνουν το μονάντριο, που είναι το απλούστερο υφαντό, αργότερα το διπλό, σταυρωτό, κεντηστό, ψιλό ή σαλιαστό. Με τον καιρό καταλαβαίνουν πως η ύφανση δεν είναι τόσο εύκολη δουλειά, γιατί είναι δημιουργική και απαιτεί φαντασία και καλλιτεχνικές ικανότητες.
Ικανότητες απαιτούνται για να συνδυάζονται χρώματα, να ενυφαίνουν γραμμικά σχέδια, έτσι που να μη βγαίνει ύφανση όμοια με εκείνη που είχαν βγάλει προτύτερα. Πλούσια είναι και τα ναξιακά κεντήματα, οι δαντέλλες και τα πλεκτά. Το 1919, όταν φοιτούσα στην τελευταία τάξη του τετρατάξιου δημοτικού, ήρθε στο χωριό η Αγγελική Χατζημιχάλη και πήρε μια πλεκτή από την μητέρα μου πολλών μέτρων δαντέλλα. Εντύπωση έκαμαν στην ανεπανάληπτη ερευνήτρια οι γλωσσάτες κάλτσες που φορούσα, όπως τις είχε πλέξει η μητέρα μου. Είναι ανάγκη εδώ να σημειώσω ότι στο χωριό Καλόξυλο στα κεντήματα γινόταν συνδυασμός δαντέλλας, καμωμένης με ψαράδικη κλωστή και μοτίβα λουλουδιών κεντημένα πάνω σε γκρενά βελούδο. Στο σημείο τούτο ας προστεθεί ότι υπάρχουν και γλυπτά κεντήματα, που στολίζουν εισόδους σπιτιών. Είναι δυνατό ακόμη και σε μάλλινα υφάσματα να βρει κανείς παραδοσιακά κεντήματα, που έχουν ηλικία πολλών αιώνων”.