Μέσα από το βιβλίο του Γιάννη Βάσιλα “Γύρω από την Μαρμίτα της Αξιώτισσας” μεταφέρουμε μία ιστορία που έρχεται από τη δεκαετία του 70 – Η διένεξη Φιλωτίου με το Δανακό για το Νερό, η γιαγιά με τις ιστορίες που φτάνουν έως την Ινδία και το δάκρυ της Παναγιάς τη Νιά Παρασκευή για το νερό…
Οι μέρες που διανύουμε είναι δύσκολες. και με πολύ συζήτηση γύρω από το νερό και την υδροδότηση της Νάξου. Ομως, το πιο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε το παρελθόν. Γιατί, τις περισσότερες φορές, τις έχουμε ξαναζήσει αυτές τις … εποχές. Με την βοήθεια του βιβλίου του Γιάννη Βάσιλα “Γύρω από τη Μαρμίτα της Αξιώτισσας” και την ιστοσελίδα της ταξιδεύουμε στην δεκαετία του 70. Εκεί όπου ο συγγραφέας μας περιγράφει το πρώτο του Πάσχα στη Νάξο. Που έτυχε να συμπέσει με τη διαμάχη Φιλωτίου – Δανακού για το νερό. Και μας κάνει να ανατριχιάζουμε με τη σχέση που είχε δημιουργήσει με τη σοφή γιαγιά… Τη σύνδεση του νερού της πηγής του Δανατού με την Ινδία και τον Γάγγη ποταμό αλλά και το θαύμα της Παναγίας ανήμερα της γιορτής της, τη Νια Παρασκευή. Το δάκρυ και η ερμηνεία…
Τίτλος του κεφαλαίου; “Πάσχα στο χωριό κι ένα… θαύμα”
Πάσχα στο χωριό δεν κάναμε συχνά, όμως η Αθήνα τότε, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ήταν ακόμη ένα μεγάλο χωριό. Ο αστικός τρόπος ζωής σαγήνευε την πλειοψηφία των κατοίκων της υπαίθρου, ενώ μεταπολεμικά συνέρρεαν στη μεγάλη πόλη όλο και πιο πολλοί εσωτερικοί μετανάστες. Το οικονομικό επίπεδο των περισσότερων δεν μπορούσε να καλύψει τον αστικό τρόπο ζωής ή να ακολουθήσει τα νέα καταναλωτικά πρότυπα. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια ιδιόμορφη κατάσταση: ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ζούσε μεν στην πρωτεύουσα, κοινωνικά και πολιτισμικά όμως διατηρούσε έντονα τα στοιχεία της αγροτικής κουλτούρας.
Τις μέρες του Πάσχα στην Αθήνα τα ακάλυπτα οικόπεδα γέμιζαν με αυτοσχέδιες σούβλες. Η γειτονιά γινόταν μια μεγάλη παρέα, καθένας παίνευε τις παραδόσεις και τα προϊόντα του τόπου του, ο ένας τσιμπολογούσε από τα φαγητά του άλλου κι όλοι μαζί τρωγόπιναν και γλένταγαν μέχρι τις απογευματινές ώρες.
Πρώτη φορά Πάσχα στον Δανακό κάναμε το 1971. Το τραπέζι της Λαμπρής στη Νάξο είναι ένα γευστικό ταξίδι στον τυροκομικό πλούτο του νησιού και στην αφθονία της φύσης. Περιλαμβάνει γλυκές μυζήθρες, τα πρώτα αρσενικά (κεφαλοτύρια), γλυκύτατες χειμωνιάτικες πατάτες, το πάτουδο με τα ανοιξιάτικα χορταρικά, μεζέδες όπως κοιλίτσες γιαχνιστές ή συκωταριές λεμονάτες και, φυσικά, άφθονο κρασί.
Όμως εκείνη την επεισοδιακή χρονιά οι άνθρωποι είχαν αλλού το μυαλό τους, γιατί λίγους μήνες πριν είχε ξεσπάσει μια διαμάχη ανάμεσα στο Φιλώτι και στον Δανακό για το νερό. Η κυβέρνηση της Χούντας έδωσε εντολή ο Δανακός να δίνει νερό στο Φιλώτι για την ύδρευσή του και οι Δανακιώτες αντέδρασαν σθεναρά. Όταν οι υδροφόρες ήρθαν να πάρουν το νερό άρχισαν οι δολιοφθορές. Η δύναμη της χωροφυλακής ενισχύθηκε κι εγκαταστάθηκε στον Δανακό.
Το κλίμα ανάμεσα στους κατοίκους των δυο χωριών ήταν ψυχροπολεμικό. Οι Δανακιώτες κατέβαιναν πια στη Γέφυρα του Φιλωτιού για ψώνια και δουλειές μετά φόβου Θεού. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μόνο όταν βρέθηκε εναλλακτικός τρόπος ύδρευσης για το Φιλώτι.
Ο πατέρας μου, Δανακιώτης παντρεμένος με Φιλωτίτισσα, είχε βρεθεί τότε σε δύσκολη θέση και προσπαθούσε να κρατήσει μετριοπαθή στάση. Αν και είχε αρκετούς συμμάχους και στα δυο χωριά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον κοίταζαν με μισό μάτι.
Η γιαγιά μου η Δανακιώτισσα όμως είχε σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης. Ακόμα και σήμερα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι τις κατάρες που έριχνε στις υδροφόρες και στους χωροφύλακες που τις φύλαγαν. Μόλις έφευγαν, με έπαιρνε στην πηγή για ν’ αποτίσουμε φόρο τιμής στο κλεμμένο νερό.
“Το νερό της πηγής έρχεται από τόπους μακρινούς, από την Ινδία», μου έλεγε. Παρότι παιδί ήμουν ονειροπόλος, είχα κάποιες εύλογες ενστάσεις, κάθε φορά όμως που τη ρώταγα κάτι, εκείνη μου απαντούσε με σιγουριά και με απολύτως… πειστικά επιχειρήματα: «Έχουν βρεθεί φύλλα από δέντρα που υπάρχουν μόνο στην Ινδία, παιδί μου. Ήρθαν και επιστήμονες, κι αυτοί λένε τα ίδια». Ο Γάγγης ποταμός λοιπόν, μέσα από άγνωστες και μυστηριώδεις διαδρομές, τροφοδοτούσε τη φλέα του Δανακού!
Δεν μου φαινόταν λογικό, προτίμησα όμως να την πιστέψω. Άλλωστε, για να διατηρηθεί το φρόνημα ακμαίο, περισσότερο απ’ τη λογική χρειαζόταν το συναίσθημα και, ως γνωστόν, το συναίσθημα τρέφεται πιο αποτελεσματικά από τη μυθοπλασία παρά απ’ τον ορθολογισμό. Δεν έκανα βέβαια τόσο σύνθετες σκέψεις όταν ήμουν παιδί, έτσι όμως μου έλεγε το ένστικτό μου.
Εκείνο το Πάσχα λοιπόν, που μόνο γιορτινό δεν ήταν για τον Δανακό, βίωσα κι ένα… θαύμα. Συγκεκριμένα τη Νια Παρασκευή, που γιόρταζε η τοπική εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, κοντά στη βρύση του χωριού, κάτω απ’ τη σκιά του μεγάλου πλάτανου. Ήταν μια συνηθισμένη γιορτή, οι πιο ευσεβείς στριμώχνονταν μέσα στο μικρό εκκλησάκι, ο παππούς μου σιγόψελνε, οι υπόλοιποι σιγοψιθύριζαν ο ένας στον άλλον τα τελευταία νέα στον αυλόγυρο κι εμείς τα παιδιά, ντυμένα γιορτινά, παίζαμε στα σκαλιά κοντά στην πηγή.
Τη ρουτίνα της εκκλησιαστικής σύναξης τάραξε μια γυναίκα. «Θαύμα! Θαύμα!», φώναξε ξαφνικά. Ένα σούσουρο απλώθηκε στο εκκλησίασμα. «Μα τι έγινε;», ρωτούσαν ο ένας τον άλλον. Τα πιτσιρίκια μαζευτήκαμε να δούμε από κοντά.
Παρότι ο χώρος ήταν μικρός και οι άνθρωποι λίγοι, οι πληροφορίες έρχονταν συγκεχυμένες. Άλλοι έλεγαν για έναν κουφό που μίλησε όταν προσκύνησε (παρότι οι κουφοί μιλάνε…), άλλοι για κάποιον που ήταν παράλυτος και περπάτησε ξανά.
Μετά από λίγο τα πράγματα ξεκαθάρισαν: Δάκρυσε η εικόνα της Παναγίας! Οι γερόντισσες σταυροκοπιούνταν και μουρμούριζαν προσευχές. Στριμώχτηκα για να ρίξω μια ματιά στην εικόνα –ο ιερέας δεν άφηνε τους πιστούς να πλησιάσουν πολύ κοντά, ούτε για πολλή ώρα. Δεν είδα τίποτα.
Όταν βγήκα πάλι έξω, η γιαγιά μου με περίμενε στη γωνία: «Είδες, η Παναγία είναι μαζί μας, κλαίει για το νερό», μου είπε θριαμβευτικά. Αυτή τη φορά είχα πιο σοβαρές επιφυλάξεις, προτίμησα όμως να σωπάσω.
Κάπως έτσι πέρασε το πρώτο μου Πάσχα στο χωριό…”