Το ταξίδι του μικρού Στράτου από το σπίτι του για την αγορά πάγου μέσα από τη στάση σε βιβλιοπωλείο, περίπτερο αλλά και καφενείο της Χώρας Νάξου την δεκαετία του 60… Ενα μικρό Αυγουστιάτικο πρωινό όπως περιγράφεται στην εφημερίδα “Χωραϊτης”
25-8-2018 με τις αναμνήσεις στα παιδικά μου χρόνια, ξύπνησα Κυριακάτικα και ανέτρεξα στο φύλλο 127 της εφημερίδας ΧΩΡΑΪΤΗΣ (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2010) και βρήκα ένα αρθράκι που είχα γράψει περιγράφοντας σκηνές απο τη ζωή στη παραλία της Νάξου τη δεκαετία του ’60. Πλαισιώνοντάς το με τις φωτογραφίες που είχε δώσει στο τυπογραφείο ο εκδότης και φίλος μου Λάζαρος Θεόφιλος, καθώς και άλλες απο τη συλλογή μου, σας το παραδίδω ……
ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘60
Συνεχίζοντας τις αναδρομές στη παλιά Χώρα ήλθε στη μνήμη μου ένα περιστατικό των παιδικών μου χρόνων και αποφάσισα με βάση αυτό να περιγράψω μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό όταν η μητέρα μου έδωσε ένα τάλιρο για να πάω να αγοράσω ένα τέταρτο πάγο για το ψυγείο μας. Τη παρακάλεσα σαν αμοιβή μου να αγοράσω με τα ίδια χρήματα και ένα Μίκυ – Μάους, ενώ ο πατέρας μου ζήτησε να του «ρίξω» δύο στήλες προ-πο. Ξεκίνησα τρέχοντας ακολούθησα τη πιο σύντομη διαδρομή που ήταν το στενό από την Αγία Παρασκευή (εκεί πάντα σταματούσα να κάνω το σταυρό μου), από το «φάραγγα», του Μάτζαρη, του Λύκαρη, το Μονοπώλιο, τα γραφεία της ΔΕΗ (κάτω από το σπίτι του Νικολή Αγγελή), το μανάβικο του Γιαννακού (Κρητικού), το όμορφο σπίτι με τις καμάρες του Βαγγέλη Λάσκαρη, τον Προφήτη Ηλία (ξανά το σταυρό μου), του Μαθιάσου το ζαχαροπλαστείο, το κουρείο και κομμωτήριο της οικογένειας Πετρά , του Πίμιτα και του Μπιμπή (Γλέζος) τις ταβέρνες, του Τσίκνα το ψιλικατζίδικο, του Ξενάκη το Παντοπωλείο, το καφενείο του Ματθαίου και να σταματήσω το τρέξιμο μου στο τέλος της κατηφόρας, στο καφενείο του Μαρμαρά.
Εκεί έλεγα μια καλημέρα στη κυρία Κατίνα και της έφερνα τα νέα και τους χαιρετισμούς από τους δικούς μου, ενώ ο αξέχαστος κυρ Γιάννης Μαρμαράς, μια θρυλική για τους παλιούς Χωραΐτες φυσιογνωμία, με τη κάτασπρη πουκαμίσα και τη πεντακάθαρη ποδιά του, το πάντα κοντά κουρεμένο μαλλί του (λόγω καθαριότητας όπως έλεγε) κρατώντας το νικέλινο δίσκο με τα καφεδάκια πήγαινε προς το ταχυδρομείο και το φαρμακείο Δελλαρόκα να τα παραδώσει. Αφού μου έλεγε εις διπλούν τη καλημέρα του, έφευγε και έφευγα και ‘γώ προς το εμπορικό του κυρ Βασίλη του Κουτσογιαννάκη όπου ήταν η χαρά μου να καλημερίζομαι με τον ίδιο και τη γλυκύτατη σύζυγο του κυρία Ευθυμία.
Έτσι έφτασα στο μανάβικο του Μαϊτού που το αφεντικό, ο κυρ Βαγγέλης, ήταν απασχολημένος με τη πελατεία του και ζήτησα από το Κώστα να μου κόψει τον πάγο. Μέχρι να κόψει τη παγοκολώνα στα τέσσερα πετάχτηκα δίπλα στο βιβλιοπωλείο του Αγαπηνού για να πάρω το τελευταίο τεύχος του Μίκυ-Μάους και πλήρωσα με το τάλιρο τον ευγενέστατο κύριο Στέφανο ο οποίος μου έδωσε τα ρέστα (τέσσερις δραχμές). Ο Κώστας εν τω μεταξύ έκοβε με το σιδερένιο πριόνι το πάγο και περιμένοντας απέξω έπιασα για λίγο τη κουβέντα με το κυρ Αντώνη το Σαντοριναίο που καθόταν σε μια καρέκλα έξω από το κουρείο του. Αφού έβαλα το τέταρτο του πάγου στο δίχτυ και πλήρωσα έφυγα διασχίζοντας τη πλατεία Βιλλαντώνη (σήμερα Νικηφόρου Μανδηλαρά). Ξεπερνώντας τη ταβέρνα του κυρ Γερώλυμου Λύκαρη άρχισε να φτάνει στα αυτιά μου ο ήχος από τα ζάρια και τα κεχριμπαρένια πούλια του ταβλιού που στέναζε επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι του καφενείου «Βιλλαντώνη», από τη «μάχη» που έδιναν ο οδοντίατρος κ. Γ. Σύψωμος με το Γυμνασιάρχη κ.Μιχ. Γιαννακούρο, υπό τα βλέμματα πολλών καθήμενων και όρθιων. Ίσως ένας από τους «μαθητές» εκείνης της παρτίδας να ήταν ο σημερινός «προφέσορας» του παιχνιδιού κ. Νικόλαος Σκουλάτος.
Με το ένα χέρι να κρατάω το δίχτυ με το πάγο και στο άλλο τα ρέστα από το τάλιρο και το προπό, έφτασα στο περίπτερο του κυρ Νίκου του Κάρλοβιτς για να παίξω τις δύο στήλες του τυχερού παιχνιδιού που μου είχε παραγγείλει ο κυρ Βαγγέλης. Αφού πήρα το απόκομμα έφυγα για τη παραλία να ρίξω μια ματιά στα ψάρια και τα υπόλοιπα θαλασσινά του «μεγάλου ενυδρείου». Στη «μικρή σκάλα» δεμένος ο «Παντελής» και από τα αριστερά μόλις έχει σαλπάρει το Μ/Σ «Ανδρόνικος» του Ρεφενέ. Οι εργάτες, του μέσα σωματείου, οι «χαμάληδες της σκάλας» όπως τους αποκαλούσαν (πολλές φορές κακοπροαίρετα ορισμένοι), μόλις είχαν σχολάσει από τη δουλειά τίναζαν τα ρούχα τους και αφαιρώντας τα μάλλινα ζωνάρια από τη μέση κατευθύνονταν προς τη πόλη. Πιο πέρα συναντάω το, συμμαθητή μου στο δημοτικό, Νίκο Στεφάνου, γιο του περιπτερά του «Πανταζή» και μαζί παρακολουθούμε το μπάρμπα μου, τον Ζαχαρία Κωστόπουλο, να ψαρεύει κεφάλους και λαυράκια. Έριχνε μακριά τη μεγάλη του σαλαγγιά* και έστηνε καρτέρι στα «γεμάτα» ψάρια που καθώς περιδιάβαιναν καμαρωτά στα πεντακάθαρα νερά του λιμανιού έκαναν το λάθος και περνούσαν πάνω από τη σαλαγγιά του μαέστρου ψαρά και κουρέα, Ζαχαρία, για να φτάσουν σε λίγα λεπτά στην ακτή μετά από ένα περίτεχνο ψάρεμα του «καλλιτέχνη». Πιο πέρα ο μπάρμπα-Κώτσος έχει πελαγώσει και ρίχνει με μεγάλη «μυστικότητα» το πεζόβολο** του. Αρκετά τα ψάρια εκείνη τη μέρα στο λιμάνι, γαλήνια τα νερά και ιδανικές οι συνθήκες για καλές ψαριές.
Μετά από λίγο νάσου και ο παππούς μου ο Μήτρος ο Τσεσμελής με το δικό του δίχτυ -πεζόβολο να σηκώνει τα μπατζάκια του για να μπει στη θάλασσα και να κρατάει με τα δύο του χέρια και την ανάλογη τέχνη να ρίχνει το «μαύρο ουρανό». Έτσι μου τον είχε περιγράψει σε μια αλληγορική ιστορία δύο κέφαλων που συνομιλούσαν και έβλεπαν το δίχτυ- πεζόβολο να τους περιτυλίγει. Αρκετά τα ψάρια που έφερνε έξω και άφησα χωρίς άλλη σκέψη το πάγο στην άκρη του γιαλού να πάω να τον βοηθήσω. Μαζεύαμε τα ψάρια με τις χούφτες και τα ρίχναμε σε μια ψαροκασέλα που δανειστήκαμε από το ψαράδικο του Κερρά. Ο παππούς είχε βγάλει το δεύτερο μεροκάματο και εγώ είχα βρει το μπελά μου γιατί όταν θυμήθηκα για πιο λόγο είχα ξεκινήσει από το σπίτι, πήγα και βρήκα το διχτάκι με το πάγο να έχει γίνει παγάκι.
________________________________
*σαλαγγιά: Πρόκειται για ένα μακρύ μέχρι 15- 20 πόντους στρογγυλό επινικελωμένο μολύβι από το οποίο κρέμονται μερικές τρία ή τέσσερα αγκίστρια, που είναι δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο, σύρμα, ή είναι κολλημένα
**Πεζόβολο: Το πεζόβολο είναι ένα κυκλικό διχτάκι που ρίχνεται από ψηλά αφού ο ψαράς έχει πλησιάσει το κοπάδι και πέφτοντας στη θάλασσα, αιχμαλωτίζει τα ψάρια. Ήταν αποτελεσματικό εργαλείο για τους ψαράδες που εφορμούσαν «από ξηράς» ενώ μέσα στη βάρκα ήταν σχεδόν άχρηστο γιατί ο ψαράς ταλαντεύεται και δε μπορεί να εκτελέσει τη ρίψη με επιτυχία.