Η συγγραφέας Ισμήνη Τορνιβούκα μιλάει και γράφει για το δικό της Κουφονήσι λέγοντας ” Το καλοκαίρι εδώ κράτησε μία μοναδική ιδανική μέρα ή μπορεί και εφτά χρόνια”
Το καλοκαίρι στo Κουφονήσι κράτησε μία μοναδική ιδανική μέρα ή μπορεί και εφτά χρόνια. Kάθε πρωί φορούσα μαγιό και καπέλο και φορτωνόμουν τα βιβλία μου. Διάβαζα παντού, μανιωδώς: το «Χαστούκι» και την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» και τους «Πτυχιούχους» του Βακαλόπουλου και οι σελίδες τους γέμιζαν άμμο και αλμυρές σταγόνες από τα μαλλιά μου.
Της Ισμήνης Τορνιβούκα (Athensvoice.gr)
Ο δρόμος για την παραλία ήταν αρκετά μακρύς ώστε να μαυρίσεις και να κάνεις μια αληθινά απολαυστική φιλοσοφική συζήτηση, περνώντας τις παραλίες στη σειρά και διακόπτοντας για μια βουτιά στην κάθε μία: Φοίνικας, Φανός, Ιταλίδα, μια στάση στην Πισίνα, αν τη βρούμε δικιά μας, και μετά βουρ για το Πορί, όπου πάντα θα αντηχούν οι μουσικές από τις πρόβες του Up festival. Και όταν πεινούσαμε, θα καταλήγαμε στο Καλόφεγγο, το μπαρ που υποψιάζομαι ότι είναι ο Παράδεισος και όπου τα μεσημέρια γίνονταν βράδια με Rolling Stones και ρακί.
Και ύστερα πάντα με τα πόδια πίσω, να τραγουδάμε κάτι και να γελάμε μέχρι την τελευταία μπίρα στα βραχάκια του Soroko, μέχρι να πέσουμε ξερές για ύπνο με τα αλάτια σε σεντόνια γεμάτα άμμο. Σίγουρα δεν ήμασταν πια αυτές που κατεβήκαμε από το καράβι, αλλά κάποια άλλα κορίτσια, που φοράνε παρεό αντί για φορέματα και που γελάνε με τον Βασιλιά του Κάτω Κουφονησίου και είναι εντελώς ελεύθερες, και μάλλον τρομερά ευτυχισμένες, και ούτε που το φανταζόμουν ότι μου έλειπε κάτι μέχρι που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, εκεί κάπου στο λιμάνι ή σκαρφαλώνοντας για το Γάλα ή δίπλα δίπλα, στον Καπετάν Νικόλα, σε κάτι γενέθλια όπου η τούρτα ήταν κάτω από μια πετσέτα θαλάσσης.
Και γέλασες με τα αστεία μου και εγώ εντυπωσιάστηκα με την καλοσύνη σου και το βλέμμα σου και ένιωσα να σε αναγνωρίζω, ότι είσαι εσύ, που σε περίμενα, και όλα ήταν τόσο απλά, παρόλο που δεν ήταν. Και με χάιδεψες κρυφά, με τον αντίχειρά σου, μόνο για λίγο. Και μου έδωσες το χέρι, κι αυτό ήταν αρκετό. Με κράτησες και για μια στιγμή ένιωσα ότι ίπταμαι, πάνω από τον κόσμο, τις σκηνές, την άμμο, πάνω από όλες τις παραλίες όπου υπήρξα τόσο ανέμελη και τόσο ευτυχισμένη, και ένιωσα ήδη αυτά τα εσωτερικά πυροτεχνήματα μιας υπέροχης ζωής που τελείωνε και μιας άλλης, καινούργιας, που περίμενε ανυπόμονα να γεννηθεί.