Η Παναγιά η Βλακιώτισσα ή ο Αγιος Κωνσταντίνος φοράει τα γιορτινά του και περιμένει όλους τους Ναξιώτες να ανάψουν ένα κεράκι στη χάρη τους και να απολαύσουν τη φιλοξενία των κατοίκων της Κωμιακής – Γιορτή που γίνεται υπό την αιγίδα του Πνευματικού Κέντρου Κορωνίδας
Εάν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που τονίζει τον χαρακτήρα του Έλληνα είναι τα πανηγύρια. Είναι ένας ξεχωριστός τρόπος για να γιορτάζουν, είτε την ονομαστική εορτή είτε την γενέθλιο ημέρα ή ακόμη και ένα όμορφο γεγονός.. Και με δεδομένο ότι σε κάθε σχεδόν γωνιά της Ελλάδας και δη της νησιωτικής υπάρχουν εκατοντάδες εκκλησίες, όπως είναι κατανοητό κάθε ημέρα είναι και γιορτή. Κάτι που ξετρελαίνει τους επισκέπτες. Ακόμη και τους ίδιους τους Έλληνες…
Οπότε το γεγονός ότι αύριο Δευτέρα 21 Μαΐου που γιορτάζει η Εκκλησία τους Αγίου Κωνσταντίνο και Ελένη, είναι δεδομένο ότι αρκετές περιοχές όχι μόνο της Νάξου θα γιορτάζουν… Και στη Νάξο, έχουμε την αίσθηση ότι η κορύφωση των εκδηλώσεων είναι στην Κωμιακή… Στην ορεινή Νάξο και σε ένα πανέμορφο εκκλησάκι έξω από το χωριό. Εκεί όπου κάθε χρόνο στήνεται ένα πολύ όμορφο πανηγύρι… Με την αρωγή των μελών του Πνευματικού Κέντρου Κορωνίδας και με την βοήθεια όλων των κατοίκων. Άλλωστε κανένα πανηγύρι δεν γίνεται ή δεν έχει επιτυχία χωρίς τους κατοίκους που είναι και οι οικοδεσπότες…
Ας δούμε πως το περιέγραψε ο Γιώργος Πίττας όταν και βρέθηκε στην Κωμιακή πριν από μερικά χρόνια και με το καλημέρα του έκανε εντύπωση η σκιά που δημιουργούσαν οι τέσσερις πλάτανοι…
“Το πρωί έφτασα από τους πρώτους στην εκκλησία γιατί ήθελα να παρακολουθήσω και την προετοιμασία του φαγητού.
Ο μάγειρας με τους βοηθούς του παρέλαβαν τα τέσσερα κατσίκια που ήρθαν τεμαχισμένα σε μερίδες από τους δωρητές, και τα εβδομήντα κιλά κρέας τοποθετήθηκαν στο χαρανί (ρηχό και πλατύ καζάνι) όπου αρχίσαν να σιγοβράζουν με τα υγρά τους, χωρίς να προστεθεί νερό. Αφού για δύο περίπου ώρες τ’ ανάδευαν μ’ ένα ξύλο ασφόδελου -το συντραλευτήρι- ήρθε η ώρα να προστεθεί η ντομάτα, το κρεμμύδι, το σκόρδο και τ’ αλοτοπίπερο. Όταν το κρέας πήρε τη δεύτερη βράση, το έβγαλαν και, αφού αφαίρεσαν και τη σάλτσα, έβαλαν στο καζάνι τα μακαρόνια, που πρέπει να είναι πάντα, όπως μας είπε ο κυρ-Βασίλης ο μάγειρας «Στέλλα νούμερο 6». Κατόπιν τα στράγγιξαν και τα ανακάτεψαν με τη σάλτσα. Κατά τις 11 το πρωί το φαγητό ήταν έτοιμο.
Η λειτουργία τελέσθηκε με τη γνωστή τελετουργία, ευλογηθήκαν οι άρτοι και ο κόσμος σκορπίστηκε κάτω από τα πλατάνια για το φαγητό και το γλέντι.
Η μακαρονάδα είχε σερβιριστεί μαζί με τη ζούλα (το κατσίκι) σε δέκα κιόλας λεπτά από δεκάδες εθελοντές – άντρες, γυναίκες και παιδιά – που δούλευαν πυρετωδώς. Μετά το φαγητό ξεκίνησε το τραγούδι, με τις τσαμπούνες και τα τουμπάκια από τη μία και τα βιολιά και τα λαγούτα απ’ την άλλη να ξεσηκώνουν τον κόσμο”.