«Τα δράματα που έχουν δει τα μάτια μου είναι απερίγραπτα», αναφέρει στη συγκλονιστική του μαρτυρία από το στρατόπεδο Μπιργκενάου στο Άουσβιτς ο Θεσσαλονικιός Εβραίος, Μαρσέλ Νατζαρί.
Οι τρομακτικές μαρτυρίες ενός κρατουμένου στο Αουσβιτς αποκωδικοποιήθηκαν έπειτα από μεγάλη προσπάθεια και ψηφιακές απεικονίσεις. Σε κάποια φύλλα τετραδίου ο Μαρσέλ Νατζαρί, Ελληνας Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη, περιέγραψε με ποιο τρόπο εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίων κατέληγαν στους θαλάμους αερίων καθημερινά. Ο ίδιος περιγράφει πως τους έβλεπε «να συγκεντρώνονται σαν τις σαρδέλες».
Το 1944, ο 26χρονος καιγόταν από τη μανία της εκδίκησης. Είχε μάθει από άλλους Ελληνες Εβραίους ότι η μητέρα του, ο πατέρας του και η αδελφή του είχαν πεθάνει στο στρατόπεδο Αουσβιτς-Μπίρκεναου ένα χρόνο νωρίτερα. «Πολύ συχνά σκεφτόμουν να πήγαινα με τους άλλους και να βάζαμε ένα τέλος σε αυτό. Αλλά πάντα η εκδίκηση με απέτρεπε από το να το κάνω. Ηθελα και θέλω να ζήσω για να εκδικηθώ τον θάνατο του πατέρα, της μητέρας και της αγαπημένης μου μικρής αδελφής», έγραφε. Ο Νατζαρί βρισκόταν ανάμεσα στα 2.200 μέλη του Sonderkommando, οι οποίοι ήταν σκλάβοι των Ες Ες, που έπρεπε να συνοδεύουν τους υπόλοιπους Εβραίους στους θαλάμους αερίων. Μετά έπρεπε να κάψουν τα πτώματα, να συγκεντρώσουν τα χρυσά δόντια και τα μαλλιά των γυναικών και να πετάξουν τις στάχτες σε ένα γειτονικό ποτάμι.
Καθώς ήταν αυτόπτες μάρτυρες της εξόντωσης των Εβραίων, τα μέλη της ομάδας γνώριζαν ότι προτού περάσει πολύς καιρός θα ερχόταν και η ώρα τους. Ετσι τον Νοέμβριο του 1944 ο Νατζαρί έβαλε το χειρόγραφο των 13 σελίδων σε ένα θερμός το οποίο σφράγισε με πλαστικό καπάκι, το τοποθέτησε σε μια δερμάτινη σακούλα και το έθαψε κοντά στο Κρεματόριο Γ.
«Σέρναμε τα πτώματα…»
«Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα πλατύ φουγάρο με 15 φούρνους. Από κάτω από ένα κήπο είναι δύο μεγάλοι υπόγειοι θάλαμοι, απέραντοι. Ο ένας χρησιμεύει για να ξεντυνόμαστε και ο άλλος είναι ο θάλαμος του θανάτου, όπου ο κόσμος μπαίνει γυμνός και αφού συμπληρώνονται περίπου 3.000 άτομα κλείνει και τους γκαζεύουν. Μετά από 6 – 7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το πνεύμα. Η δουλειά μας είναι πρώτον να τους υποδεχόμαστε. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν το λόγο. Τους έλεγαν ότι επρόκειτο να κάνουν λουτρό. Πήγαιναν ανήξεροι προς το θάνατο. Τούς έλεγα ότι δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα που μιλάνε». Επίσης περιγράφει πως οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει σωληνώσεις ώστε η αίθουσα να θυμίζει λουτρό. «Οι φιάλες του αερίου μεταφέρονται πάντα με ένα όχημα του γερμανικού Ερυθρού Σταυρού και συνοδεύονται από δύο άνδρες των Ες Ες. Στη συνέχεια έριχναν το αέριο μέσα από κάποια ανοίγματα, και μισή ώρα αργότερα άρχιζε η δουλειά μας. Επρεπε να σύρουμε τα πτώματα αυτών των αθώων γυναικών και παιδιών μέχρι το ασανσέρ που τους μετέφερε στους φούρνους, όπου τους έκαιγαν χωρίς βοήθεια καυσίμου ύλης λόγω του λίπους που έχουμε. Τη στάχτη οι Γερμανοί μας ανάγκαζαν να την κοπανήσουμε, να την περάσουμε από ένα χοντρό κόσκινο και μετά την έπαιρνε αυτοκίνητο και την έριχνε στο ποτάμι και έτσι εξαφανίζεται κάθε ίχνος». Επίσης σημειώνει ότι οι στάχτες από κάθε ενήλικο θύμα ζύγιζαν 640 γραμμάρια.
Είναι σαφές ότι ο Νατζαρί περίμενε να πεθάνει στο στρατόπεδο και οι σημειώσεις του ήταν μία επιστολή στον έξω κόσμο. Αν τον είχαν πιάσει οι Ες Ες θα τον σκότωναν. Ως εκ θαύματος ο Νατζαρί έφυγε ζωντανός από το Αουσβιτς, μεταφέρθηκε στο Μαουτχάουζεν από όπου απελευθερώθηκε, και 36 χρόνια αργότερα βρέθηκαν τα χειρόγραφά του. Και έγιναν γνωστά τα κείμενα στις 23 Απριλίου του 2017 όταν και διαβάστηκε μέρος των κειμένων σε τελετή που έγινε στη συναγωγή Μοναστηριωτών, στο πλαίσιο μνημοσύνου που τέλεσε η ισραηλιτική κοινότητα στη μνήμη των έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης που εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου, μεταξύ των οποίων 50.000 Θεσσαλονικείς.
Στη ζωή του Μαρσέλ Νατζαρί και τη τύχη του χειρογράφου του είχε αναφερθεί εκείνο το πρωινό σε ομιλία της, η ομότιμη καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Όπως επισήμανε, ο Νατζαρί γεννήθηκε το 1917 στη Θεσσαλονίκη από εύπορη οικογένεια εμπόρων και ανήκει στη γενιά των Εβραίων που μεγάλωσαν μετά την προσάρτηση της πόλης στην Ελλάδα. Από τη στιγμή που άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν παρών. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και το 1942 τον έστειλαν για καταναγκαστικά έργα στη Μενεμένη. Το 1943 οι γονείς του και η αδελφή του Νέλυ εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς και χάθηκαν εκεί για πάντα. Εκείνος είχε φύγει για την Αθήνα μέσω Λάρισας με πλαστή ταυτότητα και εργάστηκε για τη φυγάδευση Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Έφυγε για το Άουσβιτς από την Αθήνα στις 2 Απριλίου του 1944. Με την αποστολή εκείνη έφυγαν οι Εβραίοι της Αθήνας και οι Εβραίοι με ιταλική, ισπανική και πορτογαλική υπηκοότητα. Προστέθηκαν και άλλοι από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν 1900 σε 30 βαγόνια.
Μετά τον πόλεμο ο Νατζαρί παντρεύτηκε και το 1951 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως ράφτης. Το 1957 η σύζυγός του Ρόζα απέκτησε ένα κοριτσάκι, το οποίο πήρε το όνομα Νέλλυ, όπως η αδελφή του που χάθηκε στο Αουσβιτς. Ο Νατζαρί πέθανε το 1971, σε ηλικία 53 ετών, εννιά χρόνια πριν ανακαλυφθούν τα χειρόγραφά του.
Με πληροφορίες από την “Καθημερινή”